Κυριακή 14 Ιουλίου 2013

ΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΕΛΙΣΣΑΡΙΟΥ


ΤΑΓ­ΜΑ­ΤΑΡ­ΧΗΣ ΙΩ­ΑΝ­ΝΗΣ ΒΕ­ΛΙΣ­ΣΑ­ΡΙΟΥ
Ο ΗΡΩΑΣ ΤΩΝ ΗΡΩΩΝ





                               

ΕΙ­ΣΑ­ΓΩ­ΓΗ

Πέ­ρα­σαν 100 χρό­νια α­πό τον η­ρω­ι­κό θά­να­το του Κυ­μαί­ου «Ή­ρω­α των Η­ρώ­ων» Ιω­άν­νη Βε­λισ­σα­ρί­ου, που έ­πε­σε έν­δο­ξα στο θρυ­λι­κό ύ­ψω­μα 1.378, στις 13 Ιου­λί­ου 1913.
Ο Βε­λισ­σα­ρί­ου ζει πά­ντα στις ψυ­χές των Ελ­λή­νων ως η προ­σω­πο­ποί­η­ση της γενναιό­τη­τας, της αν­δρεί­ας, της α­φά­ντα­στης τόλ­μης, της πο­λύ­πλευ­ρης μόρ­φω­σης και της α­γά­πης του προς την Πα­τρί­δα, που φθά­νει μέ­χρι την αυ­το­θυ­σί­α.
Σε αυ­τόν ε­πι­φύ­λασ­σε η μοί­ρα ε­πι­κε­φα­λής των η­μί­θε­ων ευ­ζώ­νων του, κα­τά τη γνώ­μη ε­πι­ζώ­ντων συ­μπο­λε­μι­στών του, να συν­δέ­σει τα εν­δο­ξό­τε­ρα κα­τορ­θώ­ματα της Φυ­λής των πο­λέ­μων 1912-1913 με τη φυ­σιο­γνω­μί­α του, ώ­στε η προ­το­μή του να ε­πισκιά­ζει, ό­που και αν έ­χει στη­θεί και αυ­τούς α­κό­μα τους α­νω­τέ­ρους του σε βαθμό.
Ως α­σύ­γκρι­τος Ο­λυ­μπιο­νί­κης των νε­ό­τε­ρων ε­θνι­κών α­γώ­νων ε­ξορ­μά α­πό την Ελασ­σό­να, το Σα­ρα­ντά­πο­ρο, ει­σέρ­χε­ται στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, α­να­δι­πλώ­νε­ται στην Ή­πει­ρο σαν α­στρα­πή και γίνεται ο ε­λευ­θερω­τής των Ιω­αν­νί­νων. Ε­πα­νέρ­χε­ται στη Μα­κε­δο­νί­α και στο Λα­χα­νά προ­κα­λεί τρο­με­ρή ήτ­τα στους Βουλ­γά­ρους με α­πο­τέ­λε­σμα την ά­τα­κτη φυ­γή τους. Α­νέρ­χε­ται στο Μπέ­λες, διέρχε­ται το Στρυ­μό­να και από τα στε­νά της Κρέ­σνας διώ­χνει τους Βουλ­γά­ρους και στή­νει .πά­νω στο πο­λύνε­κρο ύ­ψω­μα της Ά­νω Τζου­μα­γιάς το αιώ­νιο τρό­παιο της ελ­λη­νι­κής δό­ξας θωρώ­ντας τη Σό­φια.
Νι­κη­τής α­θά­να­τος τά­φη­κε ε­κεί στον Ο­γνιάρ μα­χα­λά μα­ζί με τους 700 πε­ρί­που τσο­λιά­δες του. Πώς ή­ταν δυ­να­τό αυ­τός να ζή­σει χω­ρίς τους γεν­ναί­ους συ­μπο­λεμι­στές του!
Προς τη λάμ­ψη αυ­τή της προ­σω­πι­κό­τη­τας του Βε­λισ­σαρί­ου στρε­φό­μα­στε και εμείς σή­με­ρα, για να ε­πα­να­συν­δέ­σου­με το πα­ρόν με το έν­δο­ξο πα­ρελ­θόν και ξανα­βα­πτι­στού­με στα νά­μα­τα των ε­θνι­κών ρεί­θρων του «πο­λυ­χεύ­μο­νος πο­τα­μού», που πα­ρέ­συ­ρε τα πά­ντα, α­πό τον α­νώ­τα­το άρ­χο­ντα μέ­χρι και τον τε­λευ­ταί­ο στρα­τιώ­τη. Δεν εί­ναι αυ­τό υ­περ­βο­λή. Ο στρα­τη­λά­της Βα­σι­λιάς δε συλ­λυ­πεί­ται την οι­κο­γέ­νεια του, αλ­λά τη συγ­χαί­ρει. «Συγ­χαί­ρω τον ή­ρω­α των η­ρώ­ων» είναι το τη­λε­γρά­φη­μα προς τη γυ­ναί­κα του για το θά­να­το του. Το συλ­λυ­πη­τή­ριο τη­λε­γρά­φη­μα για τον αρ­χηγό του κρά­τους ήταν μο­να­δι­κό.
Ο στρα­τη­γός Πά­γκα­λος, που έ­κα­νε πά­ντο­τε αυ­στη­ρή κρι­τι­κή σε ό­λους, ό­ταν βρί­σκε­ται μπρο­στά στη μορ­φή του Βε­λισ­σαρίου πε­ρι­στέλ­λει την ε­πί­κρι­ση και α­να­λύ­ε­ται με δέ­ος σε α­συ­νήθιστους ε­παί­νους και υ­περ­βο­λές.
Ο Βε­λισ­σα­ρί­ου δεν ή­ταν έ­νας κοι­νός αρ­χη­γός που α­πέ­βλε­πε στην πρό­σκαι­ρη δό­ξα, στη μά­ται­η ε­πί­δει­ξη και στην εύ­κο­λη δαφ­νο­κλο­πή. Ζη­τού­σε τη δυ­σκο­λότε­ρη α­πο­στο­λή και α­πο­τε­λού­σε πρώ­τος αυ­τός πα­ρά­δειγ­μα αυ­το­θυ­σί­ας.
Δεν ή­ταν α­ξιω­μα­τι­κός της Σχο­λής Ευελ­πί­δων, αλ­λά ως υ­πα­ξιω­μα­τι­κός μπή­κε σε αυ­τήν. Ού­τε εί­χε σπου­δά­σει σε Α­νώ­τε­ρες Σχο­λές Πο­λέ­μου του ε­ξω­τε­ρι­κού. Απέ­κτη­σε, ό­μως, μόρ­φω­ση σπά­νια μό­νος, αυ­το­δί­δα­κτος και γνώ­ρι­ζε κα­λά γαλ­λικά, αγ­γλι­κά, γερμα­νι­κά, ρω­σι­κά και ό­λες τις βαλ­κα­νι­κές γλώσ­σες. Με­τέ­φρα­σε α­πό τη ρω­σι­κή γλώσ­σα σπου­δαί­ο έρ­γο Ρώ­σου στρα­τη­γού, κα­θώς και το έρ­γο «Πε­ρί των αρ­χών του πο­λέ­μου» του στρα­τάρ­χη Φος στα 1910, του ο­ποί­ου ή­ταν και προ­σω­πι­κός φί­λος.
Ή­ταν α­ξιω­μα­τι­κός που εν­σάρ­κω­νε το ι­δε­ώ­δες του τέ­λειου η­γή­το­ρα, κα­θώς α­ντλού­σε τη στρα­τιω­τι­κή α­γω­γή και τις α­ρε­τές του η­γέ­τη α­πό μί­α μυ­στη­ριώ­δη δύ­να­μη της φυ­λής, α­πο­κα­λύ­πτο­ντας συγ­χρό­νως τις α­νώ­τε­ρες ε­ξάρ­σεις του Έ­θνους, που καθοδη­γού­νται α­πό το α­θά­να­το πνεύ­μα της ελ­λη­νι­κής με­γα­λουρ­γί­ας και δό­ξας.
Ό­ταν α­κού­γο­νταν οι κα­μπά­νες των εκ­κλη­σιών χαρ­μό­συ­να και α­νήγ­γει­λαν την κα­τά­λη­ψη και α­πε­λευ­θέ­ρω­ση της Θεσ­σα­λο­νί­κης, των Ιω­αν­νί­νων και των άλ­λων πε­ριο­χών τό­τε ζω­γρά­φοι, ποι­η­τές α­πο­τύ­πω­σαν τις διά­φο­ρες μά­χες, στις ο­ποίες κυ­ριαρχού­σε η μορ­φή του Βε­λισ­σα­ρί­ου και των τσο­λιά­δων του. Σε μί­α α­πό αυ­τές τις ει­κό­νες εί­χε α­φιε­ρω­θεί στον Βελισ­σα­ρί­ου το ποί­η­μα του ε­θνι­κού ποι­η­τή Πά­να, που α­κο­λου­θού­σε τα νι­κη­φό­ρα στρα­τεύ­μα­τα.

«Τό­ξα και βέ­λη ε­τρέ­μα­νε στο θε­ϊ­κό σου χέ­ρι
ό­ταν την Τροίαν έ­σειες, των ' Α­χαιών ξε­φτέρι.
Του ή­λιου το φως έ­κρύ­βα­νε τα μύ­ρια σας κο­ντά­ρια,
ό­ταν τον Πέρ­ση έ­σκί­ζα­τε, των Πλα­ταιών λιοντά­ρια.
Του­φέ­κια έ­βρο­ντα­στρά­φτα­νε τον χά­ρο ά­δελ­φω­μέ­να,
ό­ταν γκρε­μνο­ϋ­σες της Τουρ­κιάς τον θρό­νο, Ει­κο­σιέ­να.
Μα με λι­θά­ρια, με βου­νά, με πέ­τρες με κο­τρώ­νια
δυο μό­νοι έ­πο­λε­μή­σα­νε, δυο ξα­κου­σμέ­νοι αιώ­νια.
Σε­ΐς ώ Τι­τά­νες τον πα­λη­όν, πα­λαί­βο­ντας θε­όν μας
καί συ, ώ Βε­λισ­σά­ριε, Τι­τάν των ή­με­ρων μας».

ΚΑ­ΤΑ­ΓΩ­ΓΗ - ΜΟΡ­ΦΩ­ΣΗ - Α­ΤΥ­ΧΟΣ ΠΟ­ΛΕ­ΜΟΣ ΤΟΥ 1897
Ο Ιω­άν­νης Βε­λισ­σα­ρί­ου γεν­νή­θη­κε στις 26 Νο­εμ­βρί­ου 1861 στο Πλο­έ­στι της Ρου­μα­νί­ας, ό­που εί­χε με­τα­να­στεύ­σει ο πα­τέ­ρας του α­πό την Κύ­μη και έ­τσι ο Βε­λισ­σα­ρί­ου πέ­ρα­σε τα σχο­λι­κά του χρό­νια ε­κεί.
Α­πό πο­λύ νέ­ος άρ­χι­σε να δια­βά­ζει διά­φο­ρα συγ­γράμ­μα­τα, που εί­χαν σχέ­ση με την Ελ­λη­νι­κή Ε­πα­νά­στα­ση και να ε­μπνέ­ε­ται α­πό τα ε­πα­να­στα­τι­κά θού­ρια του Ρή­γα. Έ­κα­νε γυ­μνα­στι­κή και α­στα­μά­τη­τα με­λε­τού­σε ι­στο­ρι­κά, αρ­χαιο­λο­γι­κά και στρα­τιω­τι­κά έργα, εί­χε δε μί­α έμ­φυ­τη κλί­ση στη γλωσ­σο­μά­θεια.
Σε η­λι­κί­α 16 ε­τών ε­γκα­τα­λεί­πει τη Ρου­μα­νί­α, για να έλ­θει νέ­ος α­κό­μα να κα­τατα­γεί ως ε­θε­λο­ντής στον Ελ­λη­νι­κό Στρα­τό και να υ­πη­ρε­τή­σει την πα­τρί­δα του, γε­γο­νός το ο­ποί­ο δεν πραγ­μα­το­ποιεί­ται λό­γω του νε­α­ρού της η­λι­κί­ας του. Ο Βε­λισ­σα­ρί­ου τό­τε α­να­γκά­ζε­ται να κα­τα­φύ­γει στην Αί­γυ­πτο, ό­που βρί­σκε­ται η α­δελφή της μη­τέ­ρας του. Μπαί­νει σε Γαλλι­κό Κο­λέ­γιο για μί­α τριε­τί­α και ε­πα­νέρ­χε­ται στην Α­θή­να, ό­που εκ­πλη­ρώ­νει τον ά­σβε­στο πόθο του να κα­τα­τα­γεί ε­θε­λοντής. Έ­γι­νε δε­κτός στο Τάγ­μα Πε­ζι­κού Μαυ­ρο­μι­χά­λη, το ο­ποί­ο α­πο­τε­λού­σαν ορε­σί­βιοι εύ­σω­μοι και σκλη­ρα­γω­γη­μέ­νοι νέ­οι, ε­πι­λεγ­μέ­νοι ει­δι­κά α­πό τον διοι­κη­τή τους. Προ­παι­δευ­μέ­νος στο Τάγ­μα αυ­τό πέ­ρα­σε ό­λες τις φά­σεις των σκλη­ρών πε­ζι­κών α­σκή­σε­ων, έ­γι­νε δε και δι­δά­σκα­λος των γαλλι­κών του διοι­κη­τή του.
Γε­μά­τος εν­θου­σια­σμό άρ­χι­σε στο στρα­τό τη στα­διο­δρο­μί­α του δεί­χνο­ντας με­γά­λη προ­θυ­μί­α, ε­πί­δο­ση και α­ντο­χή στις σκλη­ρές α­σκή­σεις, τις κα­κου­χί­ες και τις ε­ξα­ντλη­τι­κές πο­ρεί­ες, γε­γο­νός που προ­κά­λε­σε την προ­σο­χή του διοικη­τή του, που τον προσέλα­βε στην α­κο­λου­θία του.
Με­τά τη συ­μπλή­ρω­ση του α­πα­ραί­τη­του χρό­νου υ­πη­ρε­σί­ας ως ε­θε­λο­ντής, μπαίνει στη Σχο­λή των Υ­πα­ξιω­μα­τι­κών α­πό την ο­ποί­α α­πο­φοι­τά με το βαθ­μό του αν­θυ­πο­λο­χα­γού του Πε­ζι­κού το 1887.
Ή­ταν εύ­σω­μος, μάλ­λον ψη­λός, ευ­θυ­τε­νής με α­ε­τί­σιο και ζω­η­ρό βλέμ­μα, με πλούσια μαλ­λιά, με πυ­κνά φρύ­δια, που κά­λυ­πταν τα ζω­η­ρά και εκ­φρα­στι­κά γα­λα­νά του μά­τια. Δια­τη­ρού­σε το υ­πο­γέ­νειο της ε­πο­χής ε­κεί­νης. Κρα­τού­σε μα­στί­γιο στο χέ­ρι, φορού­σε «υ­πο­δή­μα­τα ε­φίπ­που» με σπι­ρού­νια και ή­ταν ά­ρι­στος ιππέ­ας. Στους δε Βαλ­κα­νι­κούς Πο­λέ­μους εί­χε έ­να με­γα­λό­πρε­πο μαύ­ρο ά­λο­γο και γι΄αυ­τό από τους ευ­ζώ­νους του ο­νο­μά­στη­κε «Μαύ­ρος Κα­βα­λά­ρης».
Ή­ταν πνεύ­μα α­νή­συ­χο, που ή­θε­λε να ι­κα­νο­ποιεί κά­θε γνώ­ση. Με­λε­τη­ρός, τον έβρι­σκες πά­ντο­τε με­τα­ξύ στρα­τώ­να, βι­βλιοθή­κης και σπι­τιού. Α­γνός στο ή­θος, σώ­φρων, α­σκη­τι­κός, κύ­ριος των κι­νή­σε­ών του, ε­πι­βλη­τι­κός, που έ­κα­νε ε­ντύ­πω­ση σε ό­λους. Προι­κι­σμέ­νος με α­ξιο­θαύ­μα­στη φι­λο­μά­θεια, ε­κτός της στρα­τιωτικής και της πο­λι­τι­κής ι­στο­ρί­ας, εί­χε σε ά­ρι­στο βαθ­μό γνώ­σεις αρ­χαιο­λο­γί­ας. Ό­ταν ο­μά­δα Γερ­μα­νών α­ξιω­μα­τι­κών ε­πι­σκέ­φθη­κε την Α­θή­να το 1890, ή­ταν ο μό­νος νε­αρός α­ξιω­μα­τι­κός που γνώρι­ζε γερ­μα­νι­κά και α­νέ­λα­βε να τους ξε­να­γή­σει στους αρ­χαιο­λογικούς χώ­ρους ό­που τους κα­τέ­πλη­ξε με την ευ­ρυ­μά­θεια του, έτσι ώ­στε να νο­μί­σουν οι Γερ­μα­νοί α­ξιω­μα­τι­κοί ό­τι ή­ταν κα­θη­γη­τής της Αρ­χαιο­λο­γί­ας.
Εί­χε ε­ξαι­ρε­τι­κές διοι­κη­τι­κές ι­κα­νό­τη­τες. Με­λε­τού­σε το χα­ρα­κτή­ρα και την ψυ­χο­λο­γί­α των υ­φι­στα­μέ­νων του μπαί­νο­ντας στα βά­θη της αν­θρώ­πι­νης ψυ­χής, που με­λε­τού­σε με εν­δια­φέ­ρον και με στορ­γή. Κα­τα­κτού­σε τις καρ­διές των ανδρών του και με το πα­ρά­δειγ­μα του τους πα­ρέ­συ­ρε προς τη δό­ξα και το θά­νατο. Α­γνός, η­θι­κός, τί­μιος, γεν­ναί­ος μέ­χρι υ­περ­βο­λής α­ψη­φού­σε τους κιν­δύ­νους, ό­ταν το α­παι­τού­σαν οι πε­ρι­στά­σεις. Γνώ­ρι­ζε κα­λά να προ­σεγ­γί­ζει τις στιγμές αυ­τές ο Βε­λισ­σα­ρί­ου, ώ­στε στις κυ­ριό­τε­ρες μά­χες των πο­λέ­μων 1912-1913 να χρη­σι­μο­ποιεί τη στρα­τιωτι­κή του με­γα­λο­φυί­α και το έμ­ψυ­χο υ­λι­κό του, το ο­ποί­ο αυ­τός είχε προ­πα­ρα­σκευά­σει και δια­μορ­φώ­σει α­πό τη δύ­σκα­μπτη και δυσ­διοί­κη­τη μά­ζα των ο­ρε­σί­βιων τσο­λιά­δων στην εν­δο­ξό­τε­ρη δύνα­μη του ελ­λη­νι­κού στρα­τού, ε­στί ώ­στε να πα­ρα­μεί­νει σαν ίν­δαλμα ο α­θά­να­τος τσο­λιάς.
Λέ­νε με­τέ­πει­τα κρι­τι­κοί για αυ­τόν: «Δεν ή­το α­πλώς έ­νας η­ρω­ι­κός μα­χη­τής ο Ιω­άν­νης Βε­λισ­σα­ρί­ου. Την έμ­φυ­τον ορ­μη­τι­κό­τη­τα του συ­νε­δύ­α­ζεν ού­τος με την σω­φρο­σύ­νην, και με την πατρι­κήν του μέρι­μναν πε­ρί των υ­πό τας δια­τα­γάς του αν­δρών. Δεν τους πα­ρέ­συ­ρεν α­σκό­πως εις ου­σί­ας ά­νευ λό­γου. Ό­ταν ό­μως ή τα­κτι­κή κα­τά­στα­σις το ε­πέ­βα­λεν, ε­τί­θε­το αυ­τός ο ί­διος ε­πί κεφαλής και με το πα­ράδειγ­μα της α­τα­ρα­ξί­ας και της πε­ρι­φρο­νή­σε­ως του κιν­δύ­νου η­λέ­κτρι­ζε τους άνδρας του και τους κα­θί­στα και αυτούς ή­ρωας. Διό­τι ή­το με­λε­τη­τής της Ι­στο­ρί­ας και της τα­κτι­κής, εί­χε δε συγ­γρά­ψει πο­λύ­τι­μα στρα­τιω­τι­κά συγ­γράμ­μα­τα. Α­πε­τέ­λη δη­λα­δή τον τέ­λειον τύ­πον η­γήτη­ρος, ο ο­ποί­ος ε­μπνέ­ει λό­γω γνώ­σε­ων και πεί­ρας ε­μπι­στο­σύ­νην και σε­βα­σμόν, αλ­λά και αγάπην εις τους υπ' αυ­τόν.
Α­νε­δεί­χθη ού­τω ο Ιω­άν­νης Βε­λισ­σα­ρί­ου ως μί­α εκ των μάλ­λον α­ντι­προ­σω­πευτι­κών στρα­τιω­τι­κών φυ­σιο­γνω­μιών της νε­ωτέρας Ελ­λά­δος, κα­τά πά­ντα α­ντά­ξια των α­θα­νά­των προ­τύ­πων αρετής των αρ­χαί­ων η­μών προ­γό­νων».
«Το πο­λε­μι­κόν σύν­θη­μα, το ο­ποί­ον κα­θιέ­ρω­σεν ο Βε­λισσα­ρί­ου, «Τα­χύ­της, ορ­μή», ή­το συμ­φυές με την ορ­μη­τι­κήν ι­διο­συ­γκρα­σί­αν, αλ­λά και α­παύ­γα­σμα βα­θεί­ας με­λέ­της και α­κρι­βούς γνώ­σε­ως του Ε­θνι­κού χα­ρα­κτή­ρας και της πο­λε­μικής τέ­χνης» (Ε­ταιρ. Εύ­βο­ϊκ. Σπου­δών, τό­μος Ι).
Με αυ­τές τις αρ­χές ο Βε­λισ­σα­ρί­ου (έ­χει το βαθ­μό του αν­θυ­πο­λο­χα­γού α­πό το 1887) έ­λα­βε μέ­ρος στον α­τυ­χή πό­λε­μο του 1897. Κα­τέ­χει με δι­μοι­ρί­α α­νώ­νυ­μο ο­χύ­ρωμα στη διά­βα­ση της Με­λού­νας ό­που πο­λε­μά γεν­ναί­α και δεν υ­πο­χω­ρεί, πα­ρά μόνο ό­ταν του έ­στει­λαν γρα­πτή δια­τα­γή. Έ­τσι, πα­ρέ­μει­νε ε­κεί σχε­δόν έ­να ο­λό­κλη­ρο 24ω­ρο, ε­νώ ό­λα τα άλ­λα τμή­μα­τα εί­χαν υ­πο­χωρήσει α­πό το α­πό­γευ­μα.
Στη μά­χη της Δερ­βέν-Φούρ­κας στις 7 Μα­ΐ­ου 1897, με τη δύ­να­μη του 3ου Λό­χου του 5ου Συ­ντάγ­μα­τος κα­λύ­πτει την υ­πο­χώ­ρη­ση των ελ­λη­νι­κών τμη­μά­των. Το Λό­χο του Βε­λισ­σα­ρί­ου ο Τούρ­κος διοι­κη­τής τον υ­πο­λο­γί­ζει για δύ­να­μη τα­ξιαρ­χί­ας, μην μπο­ρώ­ντας με με­γα­λύ­τε­ρες στρα­τιω­τι­κές δυ­νά­μεις να προ­χω­ρή­σει. Γι΄ αυτό ο αρ­χι­στρά­τη­γος τό­τε Διά­δο­χος, στην έκ­θε­ση του, α­να­φέ­ρει μό­νο τον Βε­λισσα­ρί­ου με­τα­ξύ ό­λων των α­ξιω­μα­τι­κών ε­ξαι­τί­ας της γεν­ναιό­τη­τας και της τόλμης που έ­δει­ξε. Τον ε­πόμενο χρό­νο 1898, προ­άγε­ται σε υ­πο­λο­χα­γό και το 1905 σε λο­χα­γό.
Κα­τά την πε­ρί­ο­δο αυ­τή, συ­μπλη­ρώ­νει τις σπου­δές του και εί­ναι α­νυ­πό­μο­νος να α­πο­πλύ­νει την ήτ­τα του πο­λέ­μου του 1897. Σύμ­φω­να δε με τις τό­τε συν­θή­κες, υπέ­βα­λε υ­πο­ψη­φιό­τη­τα βου­λευ­τή στην ι­διαί­τε­ρη πα­τρί­δα του, την Κύ­μη, για να πο­λε­μή­σει τη φαυ­λο­κρα­τί­α, ό­πως έ­λε­γε. Αλ­λά ευ­θύς και ει­λι­κρι­νής στους προ­ε­κλο­γι­κούς λό­γους του δεν υ­πο­σχό­ταν θέ­σεις και πα­ρά­νο­μες πα­ρα­χω­ρή­σεις, αλ­λά ε­φαρ­μο­γή του Νό­μου, κοι­νω­νι­κή δι­καιο­σύ­νη και ι­σο­πο­λι­τεί­α, με α­ποτέ­λε­σμα να κα­τα­ψη­φι­σθεί σε α­ντί­θε­ση με τον άλ­λο συ­νυ­πο­ψή­φιο α­ξιω­μα­τι­κό του Ιπ­πι­κού, ο ο­ποί­ος α­φειδώς σκόρ­πι­ζε υπο­σχέ­σεις, που δεν εκ­πλή­ρω­σε.
Το 1907 διο­ρί­στη­κε Δη­μα­στυ­νό­μος στη Σκό­πε­λο, θέ­ση την ο­ποί­α έ­παιρ­ναν α­ξιω­ματι­κοί του Στρα­τού λό­γω έλ­λει­ψης α­ξιω­μα­τι­κών της Χω­ρο­φυ­λα­κής. Ε­κεί πα­ντρεύ­τη­κε την Χα­ρί­κλεια, με την ο­ποί­α α­πέ­κτη­σε έ­ναν γιο, ο ο­ποί­ος, ό­μως, πέ­θανε σε η­λι­κί­α δύ­ο χρό­νων. Ε­ξαι­τί­ας του γε­γο­νό­τος αυ­τού ο Βε­λισ­σα­ρί­ου το 1912-1913 φο­ρά­ει και το πέν­θος.
Το 1910 προ­ά­γε­ται στο βαθ­μό του ταγ­μα­τάρ­χη και στις ε­πα­να­στα­τι­κές κι­νή­σεις των α­ξιω­μα­τι­κών για την αλ­λα­γή της πο­λι­τι­κής συμ­με­τεί­χε και ε­νέ­κρι­νε την πο­λι­τι­κή της αλ­λα­γής. Συ­νε­τέ­λε­σε δε στην α­ναί­μα­κτη ε­πι­κρά­τη­ση του κι­νήμα­τος για­τί, ως φρού­ραρ­χος του Στρα­το­πέ­δου στο Γου­δί, ή­ταν α­ντί­θε­τος σε κά­θε εξ­τρε­μι­στι­κή πρά­ξη ο­ρι­σμέ­νων με­λών του Συν­δέ­σμου, τον οποί­ο α­πο­τε­λού­σαν κα­τώ­τε­ροι α­ξιω­μα­τι­κοί υ­πό την αρ­χη­γί­α του συ­νταγ­μα­τάρ­χη Ν. Ζορ­μπά.

Ο ΚΑ­ΤΑ ΤΗΣ ΤΟΥΡ­ΚΙΑΣ Α' ΒΑΛ­ΚΑΝΙ­ΚΟΣ ΠΟ­ΛΕ­ΜΟΣ
Η Ελ­λά­δα τα­πει­νω­μέ­νη στον πόλε­μο του 1897 και ε­ξου­θε­νω­μέ­νη α­πό τις πο­λι­τι­κές δια­μά­χες, συ­νήλ­θε και α­νασυ­γκρο­τήθηκε το 1910 κά­τω α­πό τη φω­τι­σμέ­νη ηγε­σί­α του Ε­λευ­θέ­ριου Βενιζέ­λου, ο ο­ποί­ος την προ­ε­τοί­μα­σε για νέ­α ε­ξόρ­μη­ση, ε­θνι­κή ανάτα­ση και α­πε­λευ­θέ­ρω­ση των α­λύ­τρω­των α­δελ­φών της Η­πεί­ρου, Μα­κε­δο­νί­ας, Θρά­κης, των Νη­σιών και της Μ. Α­σί­ας.
Στον κοι­νό τού­το πό­θο της ε­λευ­θε­ρί­ας των α­λύ­τρω­των α­δελ­φών συ­νταυ­τί­στηκαν και οι α­πό βορ­ρά γεί­το­νες μας, έ­τσι ώ­στε να γί­νει η Βαλ­κα­νι­κή Συμ­μα­χί­α ε­να­ντί­ον των Τούρ­κων τον Οκτώ­βριο του 1912.
Ο­χτώ με­ραρ­χί­ες α­πό ελ­λη­νι­κής πλευ­ράς ε­πι­τέ­θη­καν ε­να­ντί­ον των Τούρ­κων στην Ε­λασ­σό­να και με­τά στα στε­νά του Σαραντά­πο­ρου.
Ο Βε­λισ­σα­ρί­ου τό­τε υ­πη­ρε­τεί διοι­κη­τής του 3ου Τάγ­μα­τος του IV Συ­ντάγ­μα­τος Πε­ζι­κού, του ο­ποί­ου διοι­κη­τής ή­ταν ο σύγ­γα­μπρος του Συ­νταγ­μα­τάρ­χης Ι. Πα­πα­κυ­ρια­ζής.
Κα­τά τη μά­χη του Σα­ρα­ντά­πο­ρου το Τάγ­μα του Βε­λισ­σα­ρί­ου ή­ταν σε ε­φε­δρεί­α, αλ­λά κα­τά την ε­πί­θε­ση ε­ξόρ­μη­σε και υ­περπή­δη­σε τα δύ­ο άλ­λα και έ­τσι βρέ­θη­κε στην πρώ­τη γραμ­μή. Α­φού πέ­ρα­σε πρώ­τα από α­πρό­σι­τες κο­ρυ­φές, βρέ­θη­κε στα με­τό­πι­σθεν προ­κα­λώ­ντας τη σύγ­χυ­ση και τη γε­νι­κή υ­πο­χώ­ρη­ση. Τη μά­χη αυτήν τη χα­ρακτή­ρι­σε ο Βε­λισ­σα­ρί­ου «Δευ­τέ­ραν Πλεύ­ναν».
Πα­ρά την ευ­τυ­χή έκ­βα­ση της μά­χης, με­τα­ξύ των δύ­ο γι­γά­ντων α­ξιω­μα­τι­κών και συγ­γά­μπρων, Πα­πα­κυ­ρια­ζή και Βε­λισ­σαρίου, ό­πως α­να­φέ­ρει ο στρα­τη­γός Πά­γκα­λος, δη­μιουρ­γή­θη­κε σοβα­ρό ε­πει­σό­διο, το ο­ποί­ο λί­γο έ­λει­ψε να εί­χε δυ­σά­ρε­στες συνέπειες.
Κα­τά την ε­πί­θε­ση στο Σα­ρα­ντά­πο­ρο ο Συ­νταγ­μα­τάρ­χης Πα­πα­κυ­ρια­ζής, στον ενθου­σια­σμό του πά­νω, δεν κα­θό­ρι­σε ση­μεί­ο κα­τεύ­θυν­σης. Ο Βε­λισ­σα­ρί­ου τον ρώ­τη­σε: «Κύ­ριε Συ­νταγ­ματάρ­χα, ση­μεί­ον κατευ­θύν­σε­ως;». Ο Πα­πα­κυ­ρια­ζής του α­πα­ντά χα­ρι­το­λο­γώ­ντας: «Η Κων­στα­ντι­νούπο­λις», χω­ρίς να νο­μί­ζει ό­τι ο Βε­λισ­σα­ρί­ου θα το με­τέ­φε­ρε. Ο Βε­λισ­σα­ρί­ου, όμως, με τη βροντώ­δη φω­νή του, στρά­φη­κε προς τους λο­χα­γούς του και ε­πανέλα­βε τη φρά­ση: «Κύ­ριοι λο­χα­γοί, ση­μεί­ον κα­τευ­θύν­σε­ως η Κωνστα­ντι­νού­πο­λις». Αυ­τό θε­ω­ρή­θη­κε ει­ρω­νεί­α α­πό τον Πα­πα­κυριαζή, ο ο­ποί­ος, ευέ­ξα­πτος ό­πως ή­ταν, πα­ρεκτρά­πη­κε σε βα­ριές φρά­σεις ε­να­ντί­ον του Βε­λισ­σα­ρί­ου, ο ο­ποί­ος, ό­μως, α­ντέδρα­σε με ο­ξύ­τη­τα. Τό­τε ο Πα­πα­κυ­ρια­ζής ξι­φούλ­κη­σε, για να του ε­πι­τε­θεί. Α­τάρα­χος, ό­μως, ο Βε­λισ­σα­ρί­ου του εί­πε: «Σε α­τε­νί­ζω ως ο Ζευς α­πό του Ο­λύ­μπου», εν­νο­ώ­ντας ό­τι α­τά­ρα­χος και γα­λή­νιος, με το ο­λύ­μπιο βλέμ­μα του, κα­θό­λου δε θο­ρυ­βεί­ται α­πό την ξι­φούλ­κη­ση του μανιασμέ­νου Συ­νταγ­μα­τάρ­χη του.
Το ε­πει­σό­διο αυ­τό έ­γι­νε α­φορ­μή να χω­ρι­στούν οι δύ­ο συγ­γε­νείς α­ξιω­μα­τι­κοί, για­τί ο Βε­λισ­σα­ρί­ου ζή­τη­σε να αλ­λά­ξει Σύ­νταγ­μα α­πό τον ε­πι­τε­λάρ­χη Δουσμά­νη, ο ο­ποί­ος του έ­κα­νε δε­κτό το αί­τη­μα και έ­τσι ο Βε­λισ­σα­ρί­ου α­νέ­λα­βε διοι­κη­τής του 9ου Τάγ­μα­τος Ευ­ζώ­νων του 1/38 Συ­ντάγ­μα­τος, διοι­κη­τής του ο­ποί­ου ή­ταν ο Δ. Πα­πα­δό­που­λος.
Το Σύ­νταγ­μα εί­χε άλ­λα δύ­ο Τάγ­μα­τα, ό­που διοι­κη­τής του 8ου Τάγ­μα­τος ή­ταν ο ταγ­μα­τάρ­χης Ια­τρί­δης και του α­νε­ξάρ­τη­του Τάγ­μα­τος των Κρη­τι­κών ο ταγ­ματάρ­χης Κο­λο­κο­τρώ­νης, εγ­γο­νός του Γέ­ρου του Μω­ρί­α. Έ­τσι, ο Βε­λισ­σα­ρί­ου με­ταπή­δη­σε στη νέ­α του μο­νά­δα.
Η VI Με­ραρ­χί­α, στην ο­ποί­α α­νή­κε και το 1/38 Σύ­νταγ­μα Ευ­ζώ­νων, ε­πι­βι­βά­ζε­ται στα πλοί­α και στις 26 Δε­κεμ­βρί­ου 1912 απο­βι­βά­ζε­ται στην Πρέ­βε­ζα. Με σύ­ντο­μη δε πο­ρεί­α και με βα­ρύ χει­μώ­να περ­νά­ει α­πό κα­κο­τρά­χα­λα βου­νά και φτά­νει το α­πό­γευ­μα της 3ης Ια­νουα­ρί­ου στο Καλέ­ντζι με­τά α­πό πολ­λές κα­κου­χί­ες. Κα­τα­λαμ­βά­νει α­μέ­σως το δε­ξιό ά­κρο της όλης πα­ρά­τα­ξης της Στρα­τιάς Η­πεί­ρου κο­ντά στο χω­ριό Λά­ζαι­να, το ο­ποί­ο βρίσκε­ται στην α­να­το­λι­κή πλευ­ρά της Α­ε­το­ρά­χης.
Με­τά α­πό προ­πα­ρα­σκευ­ή, ο διοι­κη­τής της Στρα­τιάς Η­πεί­ρου Α­ντι­στρά­τη­γος Σα­μπου­ντζά­κης θέ­λη­σε να ε­νερ­γή­σει γε­νι­κή ε­πί­θε­ση στις 7 Ια­νουα­ρί­ου 1913, πριν φτά­σει ε­κεί το Γε­νι­κό Στρα­τη­γεί­ο του αρ­χι­στρά­τη­γου Κων­στα­ντί­νου, τό­τε Διά­δο­χου.
Ο α­ντι­κει­με­νι­κός σκο­πός της ε­πι­χεί­ρη­σης ή­ταν η κα­τά­λη­ψη του «φύ­σει και θέ­σει» ο­χυ­ρού Μπι­ζά­νι, α­πό την κα­τά­λη­ψη του ο­ποί­ου αυ­τό­μα­τα έ­πε­φτε και η πό­λη των Ιω­αν­νί­νων. Γι΄ αυ­τό και η κύ­ρια ε­πί­θε­ση για την κα­τά­λη­ψη του ο­χυ­ρού Μπι­ζά­νι α­να­τέ­θη­κε στα Ευ­ζω­νι­κά Τάγ­μα­τα της Η­πει­ρω­τι­κής Με­ραρ­χί­ας. Δεξιά αυ­τών θα έ­κα­νε την ε­πί­θε­ση το α­πό­σπα­σμα της VI Με­ραρ­χί­ας α­πο­τε­λού­με­νο α­πό το 1/38 Σύ­νταγ­μα Ευ­ζώ­νων, α­πό ένα Τάγ­μα του 17ου Συ­ντάγ­μα­τος Πε­ζι­κού, α­πό λό­χο μη­χα­νι­κού και α­πό δύ­ο ο­ρειβατι­κές πυ­ρο­βο­λαρ­χί­ες, ε­να­ντί­ον των υ­ψω­μάτων του χω­ριού Λοζέτσι (Ελ­λη­νι­κό) και στη συ­νέ­χεια, με προ­έ­λα­ση, ε­να­ντί­ον της Καστρί­τσας.
Με­τά τη νι­κη­φό­ρο δια­δρο­μή α­πό την Ε­λασ­σό­να μέ­χρι τη Θεσ­σα­λο­νί­κη και βο­ρειό­τε­ρα μέ­χρι τη Φλώ­ρι­να και τη Δο­ϊ­ρά­νη, οι α­ε­τοί του Βε­λισ­σα­ρί­ου εί­ναι έτοι­μοι, α­να­δι­πλού­με­νοι τώ­ρα στην Ή­πει­ρο να δώ­σουν το α­τί­μη­το δώ­ρο της ε­λευ­θε­ρί­ας. Α­πό τα βά­θη των αιώ­νων ο Δω­δω­ναί­ος Ζευς και «οι κα­ϋ­μοί της λι­μνοθά­λασ­σας», με την ελ­λη­νι­κό­τη­τα του ε­δά­φους και του πλη­θυ­σμού, α­να­μέ­νουν τη λύ­τρω­ση. Τα βου­νά στο Σού­λι βρο­ντο­φω­νά­ζουν το α­θά­να­το ε­κεί­νο τρα­γού­δι «Στη στε­ριά δε ζει το ψά­ρι ούτ' αν­θός στην αμ­μου­διά και οι Σου­λιώ­τισ­σες δε ζού­νε δί­χως την ε­λευ­θερία». Ο χο­ρός ε­κείνος του θα­νά­του ε­μπνέ­ει τη λα­ϊ­κή μού­σα, ε­νώ το ποι­η­τι­κό δαι­μό­νιο του ε­θνικού μας ποι­η­τή Δ. Σο­λω­μού με τους στί­χους του στή­νει τις α­να­βαθ­μί­δες της μεγα­λύ­τε­ρης θυ­σί­ας του Κό­σμου. Τα η­πει­ρω­τι­κά βου­νά πα­ρα­μέ­νουν α­θά­να­τα στην ψυ­χή ό­λων των λα­ών και των ε­θνών και δι­δά­σκουν τους με­τα­γε­νέ­στερους πώς να προ­χω­ρούν προς την υ­πέρ­τα­τη ι­δέ­α της αυ­τοθυσί­ας, για χά­ρη των ι­δα­νι­κών του α­νώ­τε­ρου πνεύ­μα­τος, τα ο­ποί­α συν­θέ­τουν την πί­στη για τον Θε­ό και την α­γά­πη για την Πα­τρί­δα.
Γρά­φει ο Βε­λισ­σα­ρί­ου για τη θυ­σί­α αυ­τή των Σου­λιωτισ­σών προς τους δι­κούς του στην Κύ­μη, ό­ταν πα­ρέ­πλε­ε τις κυ­μα­ϊ­κές α­κτές: «Πό­σον ευ­τυ­χής εί­μαι πού πη­γαί­νω προς την Ή­πει­ρον, προς την α­γνο­τέ­ραν πε­ριο­χήν της Πα­τρί­δος μας καί πό­σον ευ­τυ­χέ­στε­ρος θα ή­μουν, αν αυ­τό το ευ­τε­λές σαρ­κί­ον μου το θυ­σιάσω ε­κεί. Ό­σην α­ξί­αν ό­μως και αν έ­χει η θυ­σί­α αυ­τή, αν ευδο­κή­ση ο Θε­ός και την δε­χθή, εί­ναι πο­λύ τα­πει­νό­τε­ρα ε­κείνης που α­να­δί­δε­ται α­πό το τρα­γι­κόν με­γα­λεί­ον μιας α­πλής και α­γραμ­μά­του γυναί­κας του Ζα­λόγ­γου που εις ου­δε­μί­αν σχο­λήν στρα­τιω­τι­κής τα­κτι­κής του πο­λέ­μου εί­χεν φοι­τή­σει, έ­μα­θε ό­μως να ά­γε­ται προς την αυ­το­θυ­σί­αν εν ά­σματι και εν χο­ρώ».
Αλ­λά ας συ­νε­χί­σου­με τη νο­η­τή πο­ρεί­α μας σή­με­ρα, ε­κεί­νη που, πριν α­πό ε­βδομή­ντα πέ­ντε χρό­νια, έ­κα­νε ο Βε­λισ­σα­ρί­ου με τους γεν­ναί­ους συ­μπο­λε­μι­στές του. Το βρά­δυ της 20ης Φε­βρουα­ρί­ου στην εκ­κλη­σί­α του Προ­δρό­μου, πρώ­τος αυ­τός με την παρά­τολ­μη ε­νέρ­γεια του α­νά­γκα­σε τον διοι­κη­τή των Ιω­αν­νί­νων να στεί­λει α­ντι­προ­σω­πεί­α τον ανιψιό του Ρε­σύφ μπέ­η μα­ζί με τον πρω­το­σύ­γκε­λο Ιω­αν­νί­νων και να προ­τεί­νει την πα­ρά­δο­ση της πό­λης ό­πως θα δού­με πα­ρα­κά­τω.
Οι θέ­σεις ε­ξόρ­μη­σης του 1/38 Συ­ντάγ­μα­τος Ευ­ζώ­νων βρί­σκε­ται στις 7 Ια­νουα­ρί­ου στα νό­τια του χω­ριού Λα­ζα­νά ύ­ψω­μα 970. Στις 23.00 ώ­ρα α­νυ­πό­μο­νος ο Βε­λισ­σα­ρί­ου παίρ­νει την ε­ντο­λή πρώ­τος να ε­ξορ­μή­σει με το 9ο Τάγ­μα του. Τό­σο θυελ­λώ­δης ήταν η ε­ξόρ­μη­ση, ώ­στε ε­ντός ο­λί­γου τα χω­ριά Λα­ζα­νά και Αε­το­ρά­χη κα­τα­λή­φθη­καν. Δε­ξιά του το α­δελ­φό 8ο Τάγ­μα του 1/38 επέ­κτει­νε την ε­πί­θε­σή του, υ­πο­στη­ρι­ζό­με­νο α­πό Ου­λα­μό Πολυβό­λων.
Ο ε­χθρός τρά­πη­κε σε ά­τα­κτη φυ­γή κα­τα­διω­κό­με­νος. Στην πρώ­τη γραμ­μή ο Βε­λισσα­ρί­ου, με τη βρο­ντε­ρή φω­νή του δια­περ­νού­σε ό­λη την έ­κτα­ση του Τάγ­μα­τος σαν κε­ραυ­νός, την «ε­ρε­βώ­δη» ε­κεί­νη νύ­χτα.
Τα υ­πο­χω­ρού­ντα τουρ­κι­κά τμή­μα­τα α­πό ό­λες τις με­ριές συ­γκε­ντρώ­θη­καν στον αυ­χέ­να και δυ­τι­κά του υ­ψώ­μα­τος 983 για να προ­βά­λουν νέ­α α­ντί­στα­ση ε­να­ντί­ον της ε­πι­κίν­δυ­νης «σφή­νας» των ευ­ζώ­νων του Βε­λισ­σα­ρί­ου. Ο Βε­λισ­σα­ρί­ου, όμως, ε­ξου­δε­τέ­ρω­σε και την α­ντί­στα­ση αυ­τή και «υ­ψη­πε­τής» α­νέ­βη­κε α­πό τη χα­ρά­δρα Βρά­νια προς την κο­ρυ­φο­γραμ­μή του υ­ψώ­μα­τος 983 και βρέ­θη­κε στο δυ­τικό πλευ­ρό της τουρ­κι­κής α­ντί­στα­σης. Ό­ταν έφθα­σε ε­κεί βρή­κε κα­θη­λω­μέ­να τα τμή­μα­τα της Με­ραρ­χί­ας Η­πείρου και το 3ο α­νε­ξάρ­τη­το Ευ­ζω­νι­κό Τάγ­μα.
Κα­τά του υ­ψώ­μα­τος αυ­τού έ­γι­νε συν­δυα­σμέ­νη ε­πί­θε­ση του 9ου Τάγ­μα­τος Βε­λισσα­ρί­ου και του 8ου α­πό τον Ια­τρί­δη, το ο­ποί­ο προ­σέ­βα­λε τον ε­χθρό κα­τά μέ­τωπο με τους τρεις ε­φε­δρι­κούς λό­χους του α­πο­σπά­σμα­τος. Ο ε­χθρός ε­γκα­τέ­λει­ψε τη θέ­ση του και έ­φυ­γε προς Κο­τσε­λιό. Η κα­τα­δί­ω­ξη συ­νε­χί­στη­κε μέ­χρι το χωριό (Φρά­στα­να) Κυ­πα­ρίσ­σια.
Κα­τά την ε­πί­θε­ση τραυ­μα­τί­στη­κε ο Βε­λισ­σα­ρί­ου αλ­λά, πα­ρά την αι­μορ­ρα­γί­α του, έ­μει­νε έ­φιπ­πος στο με­γα­λό­πρε­πο ά­λο­γο του και δεν ε­γκα­τέ­λει­ψε τον α­γώνα. Έ­δω­σε δια­τα­γή να φέ­ρουν τον νο­σο­κό­μο, να του δέ­σει το τραύ­μα στο πό­δι, ενώ η κα­τα­δί­ω­ξη συ­νε­χί­στη­κε. Πράγ­μα­τι, έ­φε­ραν τον νο­σο­κό­μο και έ­φιπ­πος ο Βε­λισ­σα­ρί­ου έ­βγα­λε α­πό τον «α­να­βο­λέ­α» το πό­δι του, χω­ρίς να κατέ­βει α­πό το ά­λο­γο και α­φαί­ρε­σε την μπότα, για να του δέ­σουν πρό­χει­ρα το τραύ­μα και να ε­πα­νέλ­θει στη μά­χη.
Η προ­έ­λα­ση του μέ­χρι το χω­ριό Κυ­πα­ρίσ­σια εί­χε α­πο­τέ­λε­σμα να υ­περ­κε­ρά­σει το ο­χυ­ρό Μπι­ζά­νι α­πει­λώ­ντας έ­τσι την πό­λη των Ιω­αν­νί­νων. Ο Βε­λισ­σα­ρί­ου, όμως, ε­ξα­ντλή­θη­κε α­πό την αιμορ­ρα­γί­α και δεν μπο­ρού­σε να συ­νε­χί­σει, γι΄ αυ­τό δια­κο­μί­στη­κε στο νο­σο­κο­μεί­ο. Ό­πως α­ναφέ­ρει ο ε­πι­τε­λής της VI με­ραρ­χί­ας Θ. Πά­γκα­λος στα α­πο­μνη­μο­νεύ­μα­τα του, αν δεν τραυ­μα­τι­ζό­ταν ο Βε­λισ­σα­ρί­ου και συ­νέ­χι­ζε την κα­τα­δί­ω­ξη, θα έ­πε­φταν τα ο­χυ­ρά του Μπι­ζα­νί­ου και θα κα­ταλάμ­βα­νε την πό­λη των Ιω­αν­νί­νων κα­τά την ε­πί­θε­ση της 7ης Ια­νουα­ρί­ου. Α­πό την κυ­κλω­τι­κή α­πει­λή του 9ου Ευ­ζω­νι­κού Τάγ­μα­τος πα­νι­κο­βλή­θη­κε η φρου­ρά των ο­χυ­ρών και τα ε­γκα­τέ­λει­ψε, το βρά­δυ, ό­μως, α­ντι­λή­φθη­κε ό­τι εί­χε α­νακοπεί η ε­πί­θε­ση και έ­τσι γύ­ρι­σε πά­λι στα πυρο­βο­λεί­α και τα χαρακώ­μα­τα.
Πέ­ρα­σε μή­νας α­πό τό­τε και ο Βε­λισ­σα­ρί­ου, α­φού βγή­κε α­πό το νο­σο­κο­μεί­ο, γύρι­σε στο Τάγ­μα του και α­νέ­λα­βε πά­λι τη διοί­κη­ση, έ­χο­ντας γύ­ρω του τους α­γαπη­μέ­νους του ευ­ζώ­νους. Ο χει­μώ­νας ή­ταν βα­ρύς και τα ελ­λη­νι­κά τμή­μα­τα α­πό τις χιο­νο­πτώ­σεις, τις δυ­σχέ­ρειες του α­νε­φο­δια­σμού και την υ­πο­χρε­ω­τι­κή δια­μο­νή κά­τω α­πό τα α­το­μι­κά α­ντί­σκη­να της τό­τε ε­πο­χής, δοκιμά­στη­καν σκλη­ρά και γι’αυ­τό πά­ρα πολ­λοί έ­πα­θαν κρυο­παγήματα.
Ο Βε­λισ­σα­ρί­ου συμ­με­ρι­ζό­με­νος τις κα­κου­χί­ες έ­δι­νε θάρ­ρος, α­να­κού­φι­ζε και τό­νω­νε με την πα­τρι­κή του στορ­γή τους ευ­ζώ­νους του και, βρί­σκο­ντας την ιδιαί­τε­ρη ψυ­χο­σύν­θε­ση του κα­θε­νός, τους έ­δι­νε ό,τι εί­χαν α­νά­γκη. Χα­ρα­κτηρι­στι­κό ή­ταν το πα­ρά­δειγ­μα ε­νός φτω­χού εύ­ζω­να που έ­χα­σε την κα­τσί­κα του (το πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε α­πό γράμ­μα της γυ­ναί­κας του) και του έ­δω­σε το α­ντί­τι­μο για να την α­να­πλη­ρώ­σει, έ­τσι ώ­στε να μη σκέ­πτε­ται ο στρα­τιώ­της τα προ­βλή­ματα του σπι­τιού του.
Τώ­ρα πλέ­ον βρι­σκό­μα­στε στην ε­ξι­στό­ρη­ση των τε­λευ­ταί­ων φά­σε­ων του α­γώ­να για την α­πε­λευ­θέ­ρω­ση των Ιω­αν­νί­νων, 19-21 Φε­βρουα­ρί­ου 1913.
Η προ­πα­ρα­σκευ­ή για την τε­λι­κή ε­πί­θε­ση άρ­χι­σε στις 15 Φε­βρουα­ρί­ου. Ο αρ­χι­στρά­τη­γος Διά­δο­χος με το ε­πι­τε­λεί­ο του στο Ε­μίν Α­γά κα­τευ­θύ­νει τον α­γώ­να. Το Γε­νι­κό Στρα­τη­γεί­ο με κά­θε μυ­στι­κό­τη­τα συ­γκρό­τη­σε Τμή­μα Στρα­τιάς, που το χώ­ρι­σε σε τρεις φά­λαγ­γες, με ε­πι­κε­φα­λής το στρα­τη­γό Μο­σχό­που­λο.
Α­πό τις τρεις φά­λαγ­γες, η 2η (στην ο­ποί­α α­νή­κε και το 1/38 Σύ­νταγ­μα Ευ­ζώ­νων) υ­πό τη διοί­κη­ση του Συ­νταγ­μα­τάρ­χη Γιαν­να­κί­τσα προ­ή­λα­σε α­κά­θε­κτη το πρω­ί της 29ης Φε­βρουα­ρί­ου και σύμ­φω­να με τις δια­τα­γές έ­διω­ξε τον ε­χθρό σε ο­λό­κληρο το μέ­τω­πο Μα­νω­λιά­σας - Τσού­κας και ξε­χύ­θη­κε στην πε­διά­δα των Ιωαν­νί­νων. Ε­να­ντί­ον, ό­μως, του ε­χθρού, που υπο­χω­ρού­σε προς Ά­γιο Νι­κό­λα­ο και Ρα­ψί­στα, ο διοι­κη­τής του 1/38 Συ­ντάγ­μα­τος διέ­τα­ξε ε­πί­θε­ση και κα­τα­δί­ω­ξη και με­τά την 15η ώ­ρα. Τα δύ­ο ευ­ζω­νι­κά τάγ­μα­τα υ­πό τον Βε­λισ­σα­ρί­ου και Ια­τρί­δη έ­διω­ξαν τον ε­χθρό, που μα­χό­ταν και υ­πο­χωρού­σε με το πλε­ο­νέ­κτη­μα, ό­μως, ό­τι καλυ­πτό­ταν α­πό τέλ­μα­τα και τά­φρους κα­τά την υ­πο­χώ­ρη­ση, πράγ­μα που α­νά­γκα­ζε να βυ­θί­ζο­νται μέ­χρι τα γό­να­τα οι άν­δρες των δύ­ο ευ­ζω­νι­κών ταγ­μά­των. Κά­τω α­πό τις δυ­σχε­ρείς αυ­τές συν­θή­κες πο­λε­μώ­ντας ο Βε­λισ­σα­ρί­ου και προ­πο­ρευό­μενος του Ια­τρί­δη τον πα­ρέ­συ­ρε στο α­προ­χώ­ρη­το, ό­που κα­τα­λαμ­βά­νε­ται με­τά από σκλη­ρή μά­χη ο Ά­γιος Νι­κό­λα­ος και η Ρα­ψί­στα. Τό­τε ο ε­χθρός πα­νι­κο­βλή­θη­κε και έ­φυ­γε προς την πό­λη των Ιω­αν­νί­νων, ό­που «με­τέ­φε­ρε» τον πα­νι­κό.
Ο α­ντι­κει­με­νι­κός σκο­πός, ό­μως, της φά­λαγ­γας Γιαν­να­κί­τσα, ή­ταν η μέ­χρι Ραψί­στα κα­τά­λη­ψη της πε­ριο­χής για τις 20 Φε­βρουα­ρί­ου. Η δια­τα­γή ε­πι­χει­ρή­σε­ων που στάλ­θη­κε προς τον Βελισ­σα­ρί­ου να ε­γκα­τα­στή­σει προ­φυ­λα­κές ε­κεί (Ρα­ψί­στα) ευ­τυ­χώς δεν έ­φθα­σε πο­τέ, για­τί η Διοίκη­ση της Φά­λαγ­γας δεν μπο­ρού­σε να πα­ρα­κο­λου­θή­σει και να φα­ντα­στεί την ταχύ­τη­τα του Βε­λισ­σαρί­ου.
Τα υ­πό­λοι­πα τμή­μα­τα της Φά­λαγ­γας Γιαν­να­κί­τσα δεν μπό­ρε­σαν να προ­χω­ρή­σουν πέ­ρα α­πό τη Ρα­ψί­στα, τα δύ­ο ευ­ζω­νι­κά τάγ­μα­τα, ό­μως, α­κο­λού­θη­σαν «κα­τά πόδας» τον ε­χθρό, ο ο­ποί­ος τρέ­χει πα­νι­κό­βλη­τος προς την πό­λη των Ιω­αν­νί­νων. Έ­τσι, την 19η ώ­ρα προ­πο­ρευό­με­νου του Βε­λισ­σα­ρί­ου κα­τα­λή­φθη­κε ο Ά­γιος Ιωάν­νης, που α­πέ­χει δύ­ο χι­λιό­με­τρα μό­νο από τους στρα­τώ­νες πυρο­βο­λι­κού της πό­λης των Ιω­αν­νί­νων. Ο Βε­λισ­σα­ρί­ου τό­τε ε­γκατέστη­σε προ­φυ­λα­κές, α­πέ­κο­ψε τις ε­πι­κοι­νω­νί­ες της πό­λης των Ιω­αν­νί­νων με το Μπι­ζά­νι και συ­νέ­λα­βε πολ­λούς αιχ­μα­λώ­τους, τους ο­ποί­ους έ­κλει­σε στον περί­βο­λο του Α­γί­ου Ιω­άν­νη. Έ­πει­τα, ζή­τη­σε ε­νι­σχύ­σεις α­πό τον διοι­κη­τή της Φάλαγ­γας, ο ο­ποί­ος έκπλη­κτος βρι­σκό­ταν σε απο­ρί­α, τι να κά­νει μπρο­στά στο τολ­μη­ρό εγ­χεί­ρη­μα του Βε­λισ­σα­ρί­ου. Η τύ­χη, όμως, βο­η­θά τους τολ­μη­ρούς και στην προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση δό­ξα­σε τον Βε­λισσα­ρί­ου και τον έ­κα­νε πρω­τα­θλη­τή της νί­κης των Ιω­αν­νί­νων και ε­λευ­θε­ρω­τή.
Αλ­λά ας δού­με πώς ο ί­διος πε­ρι­γρά­φει τα γε­γο­νό­τα. Να λοι­πόν το ε­πί­ση­μο κείμε­νο της έκ­θε­σης του.
«Τό­τε ε­στα­μά­τη­σα, μη θε­ω­ρών φρό­νι­μον να ει­σέλ­θω εις την πό­λιν και ε­πε­δόθην εις την λή­ψιν προ­φυ­λά­ξε­ων προς το μέ­ρος της πό­λε­ως, προς δυ­σμάς ταύ­της και προς Κο­τσι­φιάν, τά­ξας πε­ρί τους τρεις λό­χους και α­νά δύ­ο πο­λυ­βό­λα, μεθ' ο διέ­τα­ξα και την α­να­κο­πήν των τη­λε­φω­νι­κών και τη­λε­γρα­φι­κών συρ­μά­των μετα­ξύ πό­λε­ως και Μπι­ζα­νί­ου-Κα­στρί­τσης και με­τά ταύ­τα έ­στει­λα προς α­να­ζή­τη­σιν του κ. Ια­τρί­δου, ί­να συ­μπλη­ρώ­σω­μεν τας προφυ­λά­ξεις και προς το Μπι­ζά­νι, ό­περ και ε­γέ­νε­το τά­ξα­ντες τον αφι­χθέ­ντα ή­δη 4ον Λό­χον του με­τά δύ­ο πο­λυ­βό­λων. Ε­πί­σης απέστει­λα τον αν­θυ­πα­σπι­στήν των πο­λυ­βό­λων Μπά­φαν, έ­φιπ­πον προς την ο­δόν Φι­λιπ­πιά­δος το πρώ­τον, καθ' ό­σον η της Ραψίστης δια μέ­σου τελ­μα­τώ­δους πε­διά­δος, ή­το δύ­σκο­λος την νύκτα, ί­να πλη­ρο­φό­ρη­ση παν η­μέ­τε­ρον στρά­τευ­μα πε­ρί της ε­κεί πα­ρου­σί­ας μας και με την πα­ρά­κλη­σιν να πλη­σιά­σουν. Αλ­λ' ε­πέ­στρε­ψεν ά­πρα­κτος μετ' ο­λί­γον, διό­τι η ο­δός ε­κεί­νη ε­φρου­ρεί­το υ­πό των Τούρ­κων του Μπι­ζα­νί­ου. Με­τά ταύ­τα τον α­πέ­στει­λα προς Ρα­ψί­σταν πα­ρά τω κ. Διοι­κη­τή, παρ' ώ ο 3ος λό­χος μου και το τάγ­μα του 17 Πε­ζι­κού συ­ντάγ­μα­τος.
Οι άν­δρες διά­βρο­χοι εκ της δια­βά­σε­ως των τελ­μά­των, έ­μει­ναν α­γρυ­πνού­ντες με το ό­πλον α­νά χεί­ρας, συ­χναί δε πε­ρι­πο­λί­αι συ­νέ­δε­αν τα διά­φο­ρα τμή­μα­τα, Κα­τσί­κα και Μπι­ζά­νι, ι­δί­ως δεχόμε­ναι ο­μάδας αιχ­μα­λώ­των, ους ε­νε­κλεί­ο­μεν ε­ντός του Α­γί­ου Ιωάν­νου. Συ­νε­λή­φθη­σαν κα­τά την νύ­κτα ε­κεί­νην 37 α­ξιω­μα­τι­κοί και 935 ο­πλί­ται, οί­τι­νες ε­φυ­λάσ­σρντο εις τον πε­ρί­βο­λον της εκ­κλησίας.
Πε­ρί την 11ην ώ­ραν της ε­σπέ­ρας διε­κρί­να­μεν εκ του 'Α­γί­ου Ιω­άν­νου, ε­πι­θε­ω­ρήσα­μεν με­τά του κ. Ια­τρί­δου, δύ­ο παμ­με­γέ­θεις φα­νούς, ό­πι­σθεν των ο­ποί­ων η­κολού­θει ο­μάς αν­θρώ­πων. Ε­πλη­σιά­σα­μεν και εμ­φα­νί­ζε­ται προ η­μών ο Ά­γιος Δω­δώνης, ό­στις μας πα­ρου­σί­α­σε δύ­ο Τούρ­κους α­ξιω­μα­τι­κούς, τους πο­λο­χα­γόν Ρε­ούφ και αν­θυ­πο­λο­χα­γόν Τα­λα­άτ, α­πε­σταλ­μέ­νους του Εσ­σάτ-Πα­σά και κο­μι­στάς της γνω­στής ε­πι­στο­λής των προ­ξέ­νων Ιω­αν­νί­νων (πε­ρί προ­σφο­ράς πα­ρα­δό­σε­ως της πό­λε­ως) α­νοι­κτής και γαλ­λι­στί συντε­ταγμέ­νης, ην ε­ξου­σιο­δο­τη­θείς να α­να­γνώ­σω εί­δον το πε­ριεχόμε­νον. Τό­τε λέ­γω προς τον κ. Ια­τρί­δην, ό­τι εις εξ η­μών α­νά­γκη να τους συ­νο­δεύ­ση είς Ε­μίν Α­γά, ό­πως διευ­κο­λύ­νει την τα­χυ­τέ­ραν δια των προ­φυ­λα­κών διέ­λευ­σιν των ά­νευ βρα­δύ­τη­τας, λό­γω της ε­ξαι­ρε­τι­κώς κρι­σί­μου θέ­σε­ως μας, (εί­χο­μεν ο­πί­σω μας και δε­ξιά τον ό­γκον των τουρ­κι­κών στρα­τευμά­των), και πριν η ε­ξη­με­ρώ­σει και την α­ντι­λη­φθούν. Α­πε­φα­σί­σθη να τους συ­νοδεύ­σω ε­γώ, ε­πι­βάς την ην εί­χον αμάξης με­τά των λοι­πών τριών.
Α­φι­χθέ­ντος εις τας προ­φυ­λα­κάς Μπι­ζα­νί­ου, ε­πί της ο­δού, ε­γε­νό­με­θα δε­κτοί δια πυ­ρο­βο­λι­σμών παρ' α­γρί­ου σκο­πού πυ­ρο­βο­λού­ντος και κραυ­γά­ζο­ντας «Ντουρ» ε­νώ 4 σφαί­ραι ε­σύ­ρι­ζον εις τα ώ­τα μας, κα­τέρ­χε­ται ο υ­πο­λο­χα­γός Ρε­ούφ προ­χω­ρών μόνος και με κό­πον ε­πι­τυγ­χά­νει να πεί­ση τον σκο­πόν να η­συ­χά­ση. Ελ­θό­ντος εν τέ­λει του αρ­χι­φύ­λα­κος, διευ­κολύν­θη η διέ­λευ­σις, αφού ε­ξη­γή­θη, ο σκο­πός της α­πο­στο­λής και ού­τω α­νε­νό­χλη­τοι πλέ­ον α­φί­χθη­μεν εις τας η­με­τέ­ρας του Αυ­γού προ­φυ­λα­κάς, έν­θα ε­τη­λε­φώ­νη­σα εις Ε­μίν Α­γά, ζη­τή­σας και αυ­το­κί­νη­τον προς ταχυτέ­ραν με­τά­βα­σιν, ό­περ και ε­γέ­νετο.
Καθ' ο­δόν οι Τούρ­κοι α­ξιω­μα­τι­κοί με η­ρώ­τουν πε­ρί των υ­πό των η­με­τέ­ρων στρα­τευ­μά­των κα­τε­χο­μέ­νων θέ­σε­ων, εις ους α­πή­ντη­σα ό­τι η εκ τριών Συ­νταγ­μά­των φά­λαγ­ξ Α­γί­ου Νι­κο­λά­ου εί­ναι εις Ρα­ψί­σταν, η εκ 3 συ­νταγ­μά­των φά­λαγ­ξ Μα­νωλιά­σης κα­τήλ­θεν εις την πε­διά­δα, η της Τσού­κας έ­χει κα­τέλ­θει εις Δου­ραύτι, προσέ­τι δε και η δε­ξιά μας φά­λαγ­ξ Λο­ζέτσι προ­ε­λαύ­νει προς τα ε­κεί.
Ό­τε ε­πε­στρέ­φο­μεν την πρω­ί­αν και ή­το η­μέ­ραν πλέ­ον, οι Τούρ­κοι α­ξιω­μα­τι­κοί α­νε­ζή­τουν να ι­δούν τα προ­μνη­σθέ­ντα στρα­τεύ­μα­τα, οί­τι­νες εις μά­την α­να­ζητού­ντες δεν τα έ­βλε­πον, με ηρώτη­σαν που εί­ναι και ε­γώ τους α­πα­ντώ «ε­πί υ­ψω­μά­των». Μα δεν μας ε­λέ­γα­τε την νύ­κτα, ό­τι εί­χον κα­τέλ­θει εις την πε­διά­δα προσέθεσαν. Ό­χι τους λέ­γω, εις την πε­διά­δα μό­νον η­μείς εί­χο­μεν κα­τέλ­θει». Τό­τε οι αξιω­μα­τι­κοί προ­σβλέ­ψα­ντες αλ­λή­λους και κατανο­ή­σα­ντες το πά­θη­μα των, έ­δη­ξαν τα χεί­λη και μοι λέ­γουν είτα: κ. Ταγ­μα­τάρ­χα, πρέ­πει να γνω­ρί­ζη­τε ό­τι η τι­μή της πα­ρα­δό­σε­ως των Ιω­αν­νίνων ο­φεί­λε­ται εις υ­μάς. Πε­ρί την 8ην πρω­ί­αν της 20ης, ε­πα­νε­κάμ­ψα­μεν εις τας προ των Ιω­αν­νί­νων θέ­σεις μας, όπου εί­χεν ήδη α­φι­χθή και ο κ. Διοι­κη­τής με­τά του 3ου λό­χου του τάγ­μα­τος μου και του τάγμα­τος του 17ου συ­ντάγ­μα­τος. Ο αν­θυπα­σπι­στής Μπά­φας ό­στις ε­στά­λη εις Ρα­ψί­σταν προς συ­νά­ντη­σιν του κ. Διοι­κη­τού περί προ­σκλή­σε­ως των ό­πι­σθεν στρα­τευ­μά­των ό­πως πλη­σιά­σω­σι, με­τέ­βη και με­τέδω­σε την πα­ρά­κλη­σίν μου. Υ­πο­γραφή (Ι. Βε­λισσα­ρί­ου)».
Ά­ρα λοι­πόν, η κα­τά­λη­ψη και πα­ρά­δο­ση των Ιω­αν­νί­νων προ­ήλ­θε α­πό τη θυελ­λώδη ορ­μή του Βε­λισ­σα­ρί­ου και πε­ριο­ρί­στη­κε η πα­ρα­πέ­ρα αι­μα­το­χυ­σί­α τη σκο­τει­νή ε­κεί­νη νύ­χτα.
Ό­λες οι ε­νέρ­γειες που έ­γι­ναν τη νύ­χτα ε­κεί­νη εί­ναι α­πο­τέ­λε­σμα της α­στραπιαί­ας τα­χύ­τη­τας και ε­τοι­μό­τη­τας του Βε­λισ­σαρί­ου. Τις στιγ­μές αυ­τές, η προ της πό­λε­ως των Ιω­αν­νί­νων παρου­σί­α του έ­δρα­σε ψυ­χο­λο­γι­κά στον διοικη­τή των Τούρ­κων Εσσάτ-πα­σα, ώ­στε να προ­τεί­νει την πα­ρά­δο­ση, ε­νώ α­κό­μη οι οχυρές θέσεις των Τούρ­κων Μπι­ζα­νί­ου - Κα­στρί­τσας - Σα­δο­βί­τσας ή­ταν στα χέ­ρια των Τούρ­κων, ό­που μπο­ρού­σαν να μάχονται.
Αλ­λά πε­ρισ­σό­τε­ρο συ­γκι­νη­τι­κή εί­ναι η στιγ­μή κα­τά την ο­ποί­α ο Βε­λισ­σα­ρί­ου πο­ρεύ­ε­ται προς το Ε­μίν Α­γά Στρα­τη­γεί­ο συ­νο­δεύ­ο­ντας την τουρ­κι­κή α­ντιπρο­σω­πεί­α για την πα­ρά­δο­ση των Ιω­αν­νί­νων. Ο στρα­τη­λά­της, Διά­δο­χος Κων­σταντί­νος, α­φού πρώ­τα τον α­σπά­σθη­κε, του εί­πε: «Βε­λισ­σα­ρί­ου, εί­σαι ά­ξιος ρα­πίσμα­τος, αλ­λά και φι­λή­μα­τος. Ε­γώ αρ­κού­μαι εις το φί­λη­μα». Έ­κτο­τε ο Βελισ­σα­ρί­ου γί­νε­ται θρύ­λος. Στην πό­λη των Ιω­αν­νί­νων, με­τά την πα­ρά­δο­ση, μπή­κε το Σύ­νταγ­μα Ιπ­πι­κού και την ε­πό­με­νη ο τό­τε Διά­δο­χος Κων­στα­ντί­νος με το Στρα­τη­γεί­ο του.

Ο ΚΑ­ΤΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛ­ΓΑ­ΡΙΑΣ Β' ΒΑΛ­ΚΑ­ΝΙ­ΚΟΣ ΠΟ­ΛΕ­ΜΟΣ
Αλ­λά ας δού­με σύ­ντο­μα ποια ήταν η πο­λε­μι­κή πο­ρεί­α και το έν­δο­ξο τέ­λος tou Βε­λισ­σα­ρί­ου, το ο­ποί­ο πο­λύ σύ­ντο­μα (μετά α­πό 5 μή­νες) κα­λύ­φθη­κε με έν­δο­ξες δάφ­νες ε­θνι­κού με­γα­λεί­ου. Δεν ε­πι­τρέ­πουν α­νά­παυ­ση οι στιγ­μές τις ο­ποί­ες περ­νά­ει η πα­τρί­δα. Οι Βούλ­γα­ροι άρ­χι­σαν τις ε­χθρο­πρα­ξί­ες στη Θεσ­σα­λο­νί­κη. Ε­νώ νέ­ες πο­λύ­νε­κρες μά­χες γί­νο­νται βό­ρεια της πό­λης, ό­που και ο στρα­τός της Η­πεί­ρου βρί­σκε­ται ε­κεί. Το 1/38 Σύ­νταγμα Ευζώνων προ­χω­ρεί προς τη μά­χη. Ε­κεί στο Α­σβε­στο­χώ­ριο βρί­σκε­ται και η γυ­ναί­κα του Βε­λισ­σα­ρί­ου Χα­ρί­κλεια, για να τον α­πο­χαιρετή­σει. Ό­πως α­να­φέ­ρει στην ιστο­ρί­α των Βαλ­κα­νι­κών Πο­λέ­μων 1912-1913 ο στρα­τη­γός Πά­γκα­λος: «Ό­ταν άρ­χι­σαν αι εχθρο­πρα­ξί­αι με τους Βουλ­γά­ρους ευ­ρι­σκό­με­θα εις το Α­σβε­στο­χώ­ριον με το επιτε­λεί­ον της VI με­ραρ­χί­ας εις ο υ­πη­ρε­τούν. Ε­κεί πλη­σί­ον μου ευρί­σκε­το και η σύ­ζυ­γος του Βε­λισ­σα­ρί­ου. Εκεί­θεν θα δι­ήρ­χε­το το 9ον τάγ­μα ευ­ζώ­νων. Έ­φιπ­πος ο Διοι­κη­τής ε­πί του με­γαλό­πρεπους κέ­λη­τος ε­πι­κε­φα­λής του τάγ­ματος πο­ρεύ­ε­ται προς Γιου­βέν­σαν. Πλη­σιά­ζει η σύ­ζυ­γος δια να τον χαι­ρε­τί­σει και ο Ε­θνι­κός εκεί­νος ή­ρως, στα­μα­τή­σας προς στιγ­μήν της εί­πεν ε­κτός ε­αυ­τού εξ ορ­γής και δει­κνύ­ων δια της χει­ρός του την πυρ­κα­ϊ­άν της καιομέ­νης Μπέ­ρο­βας! «Δεν έ­χο­με και­ρό για α­σπα­σμούς, έ­χου­με να εκ­δι­κη­θού­με τα α­δέλ­φια μας, που σφά­ζει ο Βούλ­γα­ρος. Κα­λήν α­ντά­μω­σιν». Και στρε­φό­με­νος προς τον ε­πιτ/ρχην ο ήρως προ­σέ­θε­σε: «Σε πα­ρα­κα­λώ, φρό­ντι­σε ά­μα κα­θα­ρι­σθεί η Θεσ­σα­λο­νί­κη να διευ­κο­λύ­νης την α­να­χώ­ρη­σίν της δια Α­θή­νας. Αλ­λ' ε­πέ­πρω­το η α­τυ­χής να μην τον ε­πα­νί­δη».
Στις 19 Ιου­νί­ου 1913 έ­χει ή­δη αρ­χί­σει η μά­χη Κιλ­κίς-Λα­χα­νά. Έ­τσι το 9ο Τάγ­μα, με επι­κε­φα­λής τον Βε­λισ­σα­ρί­ου, ως ε­μπρο­σθο­φυ­λα­κή, προ­χω­ρεί τη 12η ώ­ρα και κα­ταλαμ­βά­νει τα Στε­φά­νια και τη 14η το Λευ­κο­χώ­ρι και το Κα­ρα­τζά­κιο. Ε­κεί φο­νεύθη­κε ο Ια­τρί­δης, διοι­κη­τής του 8ου Τάγ­μα­τος Ευ­ζώ­νων, α­πό ο­λό­σω­μη ο­βί­δα. Τα ξη­με­ρώ­μα­τα στις 20 Ιου­νί­ου κα­τέ­λα­βε την Ξυ­λού­πο­λη και την 11η ώ­ρα κα­τευ­θύν­θηκε προς το Λα­χα­νά. Η κα­τά­στα­ση ή­ταν κρί­σι­μη τό­σο στο πα­ρα­κεί­με­νο Κιλ­κίς όσο και στο Λα­χα­νά, που βρί­σκε­ται ο Βε­λισ­σα­ρί­ου και μά­λι­στα στους πρό­πο­δες του φο­βε­ρού πρά­σι­νου λό­φου, ο ο­ποί­ος ή­ταν α­ντά­ξιος του Μπι­ζα­νί­ου, «φύ­σει ο­χυ­ρω­τά­του», με δι­πλές σει­ρές α­πό βα­θιά ο­ρύγ­μα­τα και ι­σχυ­ρά πυ­ρο­βο­λεί­α. Το 1/38 Σύ­νταγ­μα Ευ­ζώ­νων, ε­κτός του η­ρω­ι­κού θα­νά­του του ταγ­μα­τάρ­χη Ια­τρί­δη, εί­χε α­πώ­λειες και το 1/3 των διοι­κη­τών των λό­χων. Την ε­πί­θε­ση κα­τά της «φύ­σει και θέ­σει» ο­χυ­ρός θέ­σης, που θα έ­κρι­νε και τη μά­χη του Κιλ­κίς, την έ­κα­νε ο Βε­λισ­σα­ρί­ου με τέσ­σε­ρεις λό­χους του Τάγ­ματος του και με άλ­λους δύ­ο του α­κέ­φα­λου Τάγ­μα­τος του Ια­τρίδη. Την πε­ρι­γρά­φει δε ο πα­ρευ­ρι­σκό­με­νος ε­κεί ε­πι­τε­λής της Με­ραρχί­ας: «Ευ­ρι­σκό­μην πλη­σί­ον του Πα­πα­δο­πούλου, ό­πι­σθεν της αρι­στε­ράς πτέ­ρυ­γος της γραμ­μής μας, και εί­δον το α­λη­σμό­νη­τον θέ­α­μα της ε­φό­δου των εξ ευ­γε­νι­κών λόχων του Βε­λισ­σα­ρί­ου. Προ της ε­φό­δου άρ­πα­ξε τον α­λη­σμό­νη­τον σαλ­πι­κτήν Βλάχον και τον ε­κρά­τη­σε όρ­θιον ε­μπρός εις τους Βουλ­γά­ρους και ε­σάλ­πι­σε ε­πί 5 λε­πτά το σάλ­πι­σμα «ε­μπρός δια της λόγ­χης». Α­μέ­σως ό­λοι οι λό­χοι όρμησαν με τον Βε­λισ­σα­ρί­ου πρώ­τον. Η γραμ­μή των ε­ορ­μώ­ντων λό­χων, με τας α­πα­στρά­πτου­σας υ­πό τον ή­λιον υ­περ­χιλίας λόγ­χας, ω­μία­ζεν με χα­λυ­βδί­νην ται­νί­αν, και με πυ­ρί­νην ρομφαί­αν, η ο­ποί­α α­πει­λη­τι­κή ε­πήρ­χε­το ε­να­ντί­ον των ε­χθρι­κών ορυγ­μά­των. Πριν αυ­τή φθά­ση εις α­πό­στα­σιν 150 μέ­τρων πε­ρί­που και καθ' ην στιγ­μήν το πυ­ρο­βο­λι­κόν μας η­να­γκά­ζε­το να ε­πιμηκύνη την βο­λήν του, οι α­μυ­νό­με­νοι ε­γκατέ­λει­ψαν τα χα­ρα­κώ­μα­τα φεύ­γο­ντες, ο­λί­γοι κατ' αρ­χάς, α­θρό­ως βρα­δύ­τε­ρον. Όταν οι αλαλά­ζο­ντες εύ­ζω­νοι του Βε­λισ­σα­ρίου ε­πλη­σί­α­ζον τας προ­σβά­σεις των και τους έ­πλητ­τον δια λογ­χών, ο Βε­λισ­σαρί­ου α­νελ­θών ε­πί λί­θου ε­κρά­τη την ση­μαί­αν την ε­κί­νη και ε­φώ­να­ζεν: «Μπράβο σας πα­λη­κά­ρια εύ­ζω­νες. Ο Σταυ­ρός μας βο­η­θά­ει. Στα­θεί­τε έ­να λε­πτό και κοιτά­τε δε­ξιά και α­ρι­στε­ρά και ι­δή­τε τί γί­νε­ται. Ξε­πε­ρά­σα­με την ι­στο­ρί­α του Ει­κο­σιέ­να».
Οι Βούλ­γα­ροι άρ­χι­σαν να φεύ­γουν. Και ό­χι μό­νο δεν πρό­φτα­σαν να πά­ρουν τα κα­νό­νια τους, αλ­λά τα ά­φη­σαν με τα κλείστρα α­νέ­πα­φα και σε δύ­ο μά­λι­στα εί­χαν και τα βλή­μα­τα μέ­σα. Η κα­τα­δί­ω­ξη συ­νε­χίζε­ται α­μεί­λι­κτα στην ο­δό για τις Σέρ­ρες. Η δια­τα­γή που στάλ­θη­κε με­τά τη δύση του ή­λιου διέ­τα­ξε την α­να­στο­λή της κα­τα­δί­ω­ξης. Ο Βε­λισ­σα­ρί­ου, ό­μως, και ο Συ­νταγ­μα­τάρ­χης Πα­πα­δό­που­λος ή­ταν υ­πέρ της κα­τα­δί­ω­ξης μέ­χρι το Στρυ­μόνα και της κα­τά­λη­ψης των γε­φυ­ρών, Κου­μά­ρια­νης και του Όρ­λια­κο. Ο Βε­λισ­σαρί­ου, ό­μως, προ­χώ­ρη­σε μέ­χρι του τε­λευ­ταί­ου υ­ψώ­μα­τος στο Μπάς-κιο­ϊ. Α­πό ε­κεί στις 26 Ιου­νί­ου λαμ­βά­νει δια­τα­γή να κα­τα­λά­βει τη διά­βα­ση του Δε­μίρ Κά­που, ύψ. 1.604, στο ό­ρος Μπέ­λες.
Ο Βε­λισ­σα­ρί­ου ε­πι­κε­φα­λής του Τάγ­μα­τος ε­ξορ­μά α­πό Τζου­μάς-Ά­νω Πο­ρο­ΐ­ων και με σύ­ντο­μη πο­ρεί­α στην α­νη­φο­ρι­κή το­πο­θε­σί­α του Μπέ­λες αρ­χί­ζει την ε­πίθε­ση διώ­χνο­ντας το ε­χθρι­κό τάγ­μα και κα­τα­λαμ­βά­νο­ντας τη σπου­δαί­α αυ­τή διά­βα­ση.
Στις 28 Ιου­νί­ου ο Βε­λισ­σα­ρί­ου κα­τέρ­χε­ται α­πό την δε­σπό­ζου­σα αυ­τή θέ­ση και ε­νώ­νε­ται με τα άλ­λα τμή­μα­τα της VI Με­ραρχί­ας στο Δε­μίρ Ισ­δάρ. Πέ­ρα­σε το Στρυ­μό­να νό­τια α­πό τη γέ­φυ­ρα του πα­ρα­πό­τα­μου Μπή­σα­λα. Κα­τά τη διά­βα­ση του ποτα­μού εί­χε την α­ξί­ω­ση ο­λό­κλη­ρο το τάγ­μα συ­ντε­ταγ­μέ­νο κα­τά τε­τρά­δες να κρα­τά ζύ­γι­ση και στοί­χι­ση με έ­ντο­νες κραυ­γές. Οι τσο­λιά­δες του Βε­λισ­σα­ρί­ου, που κά­θε νεύ­μα και κά­θε δια­τα­γή απ' αυ­τόν ή­ταν νό­μος και κα­θή­κον, που έ­πρεπε να τη­ρη­θεί και να ε­κτε­λε­σθεί, πέ­ρα­σαν τον πο­τα­μό σύμ­φω­να με τη δια­τα­γή του ζυ­γι­σμέ­νοι και στοι­χι­σμέ­νοι, αν και το ρεύ­μα ή­ταν ορ­μη­τι­κό και το νερό κά­λυ­πτε αυ­τούς μέ­χρι το ύ­ψος των ώ­μων.
Στη συ­νέ­χεια των προ­σπα­θειών αυ­τών, το Τάγ­μα του Βε­λισ­σα­ρί­ου γί­νε­ται ό­χι μό­νο α­ήτ­τη­το, αλ­λά και πρω­το­πό­ρο και δια­τάσ­σε­ται να φέ­ρει σε πέ­ρας άλ­λη δυ­σκο­λό­τε­ρη α­πο­στο­λή. Με τους τρεις λό­χους πρέ­πει να κα­τα­λά­βει το ύ­ψω­μα Πι­λάφ-τε­πέ (υ­ψο­δεί­κτης 1.950), για­τί οι Βούλ­γα­ροι που το εί­χαν ε­μπό­δι­ζαν την προ­έ­λα­ση της Με­ραρ­χί­ας προς την κα­τεύ­θυν­ση της Μπέ­λι­τσας.
Ο Βε­λισ­σα­ρί­ου ε­νήρ­γη­σε πά­λι α­στρα­πιαί­α και ε­πι­τέ­θη­κε α­κά­θε­κτα ε­να­ντί­ον των Βουλ­γά­ρων, τους ο­ποί­ους, με­τά α­πό σκλη­ρό α­γώ­να, α­νά­γκα­σε να τρα­πούν σε φυ­γή. Α­νέ­βη­κε στο ύ­ψω­μα Πι­λάφ-τε­πέ και κα­τα­δί­ω­ξε τους Βουλ­γά­ρους μέ­χρι Κο­ζο­βί­τσας Ασάρ.

Η ΤΕ­ΛΕΥ­ΤΑΙΑ ΜΑ­ΧΗ ΤΟΥ ΠΟ­ΛΕ­ΜΟΥ
ΚΑΙ Ο ΘΑ­ΝΑ­ΤΟΣ ΤΟΥ ΒΕ­ΛΙΣ­ΣΑ­ΡΙΟΥ
Έ­τσι λοι­πόν, στη νέ­α αυ­τή φά­ση των α­γώ­νων του Έ­θνους, α­διά­κο­πα α­πό τις 19 Ιου­νί­ου μέ­χρι τις 7 Ιου­λί­ου μα­χόμε­νος βρί­σκε­ται πριν α­πό τα στε­νά της Κρέ­σνας.
Στη στε­νω­πό αυ­τή που ο­δη­γεί προς την Ά­νω Τζου­μα­γιά, εί­χαν ορ­γα­νω­θεί οι Βούλ­γα­ροι α­μυ­ντι­κά και συ­γκε­κρι­μέ­να στη βό­ρεια έ­ξο­δο της Κρέ­σνας, ό­που «φύσει και θέ­σει» υ­πάρ­χει το ο­χυ­ρό-Ρούζ­κεν Σι­μι­τλί Πό­ρο­γκος Μα­χα­λάς. Ε­πί­σης ο βουλ­γα­ρι­κός στρα­τός, εί­χε υ­πέρ­με­τρα ε­νι­σχυ­θεί α­πό δυ­νά­μεις που με­τακίνη­σε α­πό το σερ­βο­βουλ­γα­ρι­κό μέ­τω­πο, αλ­λά και α­πό δυ­νά­μεις που υ­πο­χώ­ρη­σαν με­τά τις μά­χες του Κιλ­κίς-Λα­χα­νά. Έ­τσι, οι Βούλ­γα­ροι προ­ε­τοι­μά­στη­καν α­πό τις ο­χυ­ρές αυ­τές θέ­σεις να ενερ­γή­σουν ε­πί­θε­ση κα­τά του προ­ε­λαύ­νο­ντος Ελ­λη­νι­κού Στρα­τού.
Πέ­ρα α­πό τις πα­ρα­πά­νω βουλ­γα­ρι­κές δυ­νά­μεις, προ­στέ­θη­κε και το ε­πί­λε­κτο Σύ­νταγ­μα της Βα­σι­λι­κής Φρου­ράς του Φερ­δινάν­δου. Λό­γω της κρί­σι­μης κα­τά­στα­σης που υ­πήρ­χε και με την προ­ο­πτι­κή της δια­φαι­νό­με­νης σύ­να­ψης ει­ρή­νης, οι Βούλ­γα­ροι ήθε­λαν να κα­το­χυ­ρώ­σουν πε­ρισ­σό­τε­ρα ε­δά­φη.
Έ­τσι, ή­ταν της μοί­ρας γρα­φτό να λά­βουν μέ­ρος στη φο­νι­κή αυ­τή μά­χη προ της Άνω Τζου­μα­γιάς τα δύ­ο γεν­ναιό­τε­ρα και εν­δο­ξό­τε­ρα τμή­μα­τα και α­πό τα δύ­ο μέ­ρη, το 1/38 Σύ­νταγ­μα Ευζώνων και το Σύ­νταγ­μα της Βα­σι­λι­κής Βουλ­γα­ρι­κής Φρου­ράς.
Πά­λι το 1/38 Σύ­νταγ­μα Ευ­ζώ­νων ε­πι­κε­φα­λής της VI Με­ραρ­χί­ας προ­χω­ρεί προς Ου­ρά­νο­βο την 5η ώ­ρα στις 12 Ιου­λί­ου και την 11η φθά­νει στο Πό­ρο­γκος-Μα­χα­λά. Οι Βούλ­γα­ροι βρί­σκο­νται κα­λά ο­χυ­ρωμέ­νοι ε­πί του υ­ψώ­μα­τος και των α­ντε­ρει­σμά­των του 1.378, σε ε­μπρο­σθο­φυ­λα­κή τα δύ­ο τάγ­μα­τα προ­χω­ρούν και περνούν στις 14.30 ώ­ρα τον πο­τα­μό Ο­σέ­νο­βα και αρ­χί­ζουν να ανεβαί­νουν στις α­πέ­να­ντι πλα­γιές.
Κά­τω α­πό ρα­γδαί­α βρο­χή και ο­μί­χλη ε­ξα­κο­λου­θεί η κα­τα­δί­ω­ξη των Βουλ­γά­ρων. Στις 15.30 δια­λύ­θη­κε η ο­μί­χλη και το βουλ­γα­ρι­κό πυ­ρο­βο­λι­κό άρ­χι­σε δρα­στι­κή βο­λή κα­τά των αν­δρών του Βε­λισ­σα­ρί­ου και του πυ­ρο­βο­λι­κού μας.
Ο Βε­λισ­σα­ρί­ου, ό­μως, προ­χω­ρεί α­κά­θε­κτα και α­να­τρέ­πει τους Βουλ­γά­ρους, κατέ­λα­βε τους τε­λευ­ταί­ους συ­νοι­κι­σμούς προς βορ­ρά του Ο­γνιάρ μα­χα­λά και εκδί­ω­ξε τη βουλ­γα­ρι­κή δύ­να­μη, που την α­πο­τε­λού­σαν τέσ­σε­ρα τάγ­μα­τα.
Οι Βούλ­γα­ροι, ό­μως, α­να­συ­ντάσ­σο­νται και ε­νι­σχύ­ο­νται με με­γα­λύ­τε­ρες δυ­νάμεις και με πε­ρισ­σό­τε­ρο πυ­ρο­βο­λι­κό.
Έ­τσι, ό­λη η προ­σπά­θεια και το βά­ρος της κα­τά­λη­ψης του υ­ψώ­μα­τος 1.378 έ­πε­σε κατά πρώ­το λό­γο στο προ­χω­ρη­μέ­νο αυ­τό τμή­μα των δύ­ο ευ­ζω­νι­κών ταγ­μά­των του Βε­λισ­σα­ρί­ου και στο Τάγ­μα των Κρη­τών.
Ο α­γώ­νας εί­ναι ά­νι­σος και δύ­σκο­λος, ό­χι μό­νο α­πό ά­πο­ψη α­ριθ­μού αν­δρών, αλ­λά και α­πό ά­πο­ψη ο­χύ­ρω­σης του ε­χθρού, ό­μως, η ορ­μη­τι­κό­τη­τα των ε­πι­τι­θέ­με­νων ευ­ζω­νι­κών τμη­μά­των ή­ταν τό­σο με­γά­λη, που τε­λι­κά οι Βούλ­γα­ροι συ­μπτύσ­σονται προς τα υ­ψώ­μα­τα 1.378-1.079.
Στις ε­πι­θέ­σεις αυ­τές στις 12 Ιου­λί­ου, οι εύ­ζω­νοι του Βε­λισ­σα­ρί­ου πραγ­μα­τοποιούν βα­θιές «σφή­νες» μέ­σα στα ε­χθρι­κά τμή­μα­τα, που τα με­τα­γω­γι­κά του Ελλη­νι­κού Στρα­τού εί­ναι α­δύ­να­το να τους πα­ρα­κο­λου­θή­σουν για ε­φο­δια­σμό νέ­ων πυ­ρο­μα­χι­κών. Αυ­τοί στρε­φό­με­νοι προς τον ταγ­μα­τάρ­χη τους του έ­λε­γαν: «Δεν έ­χο­μεν πυ­ρο­μα­χι­κά». Και τό­τε ο η­ρω­ι­κός ταγ­μα­τάρ­χης, που ή­ταν πά­ντοτε έ­τοι­μος να δώ­σει λύ­ση και στις πιο κρί­σι­μες στιγ­μές του α­γώ­να εί­πε: «Και δεν υ­πάρ­χουν πέ­τρες;». Τό­τε άρ­πα­ξε ο ί­διος έ­ναν ο­γκώ­δη λί­θο και ε­πι­τέ­θη­κε. Α­στρα­πιαί­α όρ­μη­σαν και οι εύ-ζω­νοί του πε­τώ­ντας πέ­τρες στους Βουλ­γά­ρους, με α­πο­τέ­λε­σμα πά­ρα πολ­λοί α­πό αυ­τούς να σκο­τω­θούν α­πό τις πέτρες.
Το ύ­ψω­μα 1.378 έ­γι­νε πια γνω­στό για τις σκλη­ρό­τε­ρες μά­χες που διε­ξή­χθη­σαν σ'αυ­τό. Δεν κα­τα­λή­φθη­κε, ό­μως, στις 12 Ιου­λί­ου, αν και τα τμή­μα­τα ε­ξα­κο­λου­θού­σαν να μά­χο­νται μέ­χρι την 21η ώ­ρα. Δύ­ο μυ­θι­κοί ή­ρω­ες, ο λο­χί­ας Τό­λιας και ο εύ­ζωνας Μα­κρί­τας, στην πα­ρα­ζά­λη της ε­πί­θε­σης και με­θυ­σμέ­νοι α­πό την ά­τα­κτη υπο­χώ­ρη­ση των Βουλ­γά­ρων, τους α­κο­λού­θη­σαν κα­τα­διώ­κο­ντας τους κα­τά πό­δας, για­τί νό­μι­ζαν ό­τι τους πα­ρα­κο­λου­θούσαν τα τμή­μα­τα τους. Έ­τσι, έ­φθα­σαν μέ­χρι την κο­ρυ­φή, αλ­λά βρή­καν έν­δο­ξο θά­να­το. Τους βρή­καν την ε­πό­με­νη μέ­ρα (13/7/1913) οι δι­κοί μας διά­τρη­τους α­πό τα ε­χθρι­κά βό­λια. Οι α­ντί­πα­λοι παρα­μέ­νουν στις θέ­σεις τους. Οι μεν Βούλ­γα­ροι συ­γκέ­ντρω­ναν περισ­σό­τε­ρες δυ­νά­μεις, ε­νώ οι δι­κοί μας ή­ταν δύ­σκο­λο να στεί­λουν ε­νι­σχύ­σεις, πα­ρά τις α­πε­γνω­σμέ­νες πα­ρα­κλή­σεις του συ­νταγ­μα­τάρ­χη Πα­πα­δό­που­λου, ό­πως φαί­νε­ται στην α­να­φο­ρά του προς την VI Με­ραρ­χί­α: «Ευ­ρι­σκό­με­θα α­ντι­μέ­τω­ποι του ε­χθρού με τα ό­πλα ανά χεί­ρας, τη­ρού­ντες τας θέ­σεις μας, ως και ο ε­χθρός τας ι­δι­κάς του.
Το πυ­ρο­βο­λι­κόν του ε­χθρού μας ε­προ­ξέ­νη­σεν κα­τα­πλη­κτι­κός α­πώ­λειας, διότι έ­βα­λε καθ' η­μών α­νε­νο­χλή­τως και εκ μι­κρής α­πο­στά­σε­ως. Α­νά­γκη α­πό­λυ­τος να πλη­σί­α­ση και να κα­τα­λά­βη κα­τάλ­λη­λον θέ­σιν το πυ­ρο­βο­λι­κόν, διό­τι αύ­ριον την πρω­ί­αν θα ε­πα­να­λη­φθή πά­λιν ή μά­χη. Προς πλή­ρη ε­πι­τυ­χί­αν του α­γώ­νος, φρο­νώ ό­τι δέ­ον να έλ­θη προς ε­νί­σχυ­σιν ο­λό­κλη­ρον το 17ον Σύνταγ­μα και το πυ­ρο­βο­λι­κόν. Α­πό­λυ­τος α­νά­γκη α­πο­στο­λής φυσιγγί­ων».
Στις αι­τή­σεις αυ­τές των μα­χο­μέ­νων δεν στάλ­θη­κε κα­μί­α ε­νί­σχυ­ση, αλ­λά ού­τε έ­να φυ­σίγ­γι. Α­ντί­θε­τα, για α­πά­ντη­ση έ­λα­βαν ε­πι­τι­μη­τι­κή δια­τα­γή α­κα­τα­νό­ητη για τις κρί­σι­μες αυ­τές στιγ­μές.
Η θέ­ση λοι­πόν των δι­κών μας εί­χε φθά­σει να εί­ναι α­πό δύ­σκο­λη μέ­χρι τρα­γική και με αυ­τές τις συν­θή­κες άρ­χι­σε ο α­γώ­νας στις 13 Ιου­λί­ου, της τε­λευ­ταί­ας η­μέ­ρας της ζω­ής του Βε­λισ­σαρίου.
Οι Βούλ­γα­ροι α­πό πλε­ο­νε­κτι­κή θέ­ση άρ­χισαν στις 13 Ιου­λί­ου το πρω­ί σφο­δρές ε­πι­θέ­σεις κα­τά των ευ­ζω­νι­κών τμη­μά­των του Βε­λισ­σα­ρί­ου. Α­πο­κρού­στη­καν, ό­μως, ό­λες α­πό τα τμή­μα­τα του που βρί­σκο­νταν στην πρώ­τη γραμ­μή.
Οι ε­πι­θέ­σεις των Βουλ­γά­ρων προς στιγ­μή κό­πα­σαν, για­τί το 4ο Σύ­νταγ­μα της 1ης Με­ραρ­χί­ας μας με­τα­κι­νή­θη­κε πί­σω και δυ­τι­κά. Φαι­νό­ταν δε ό­τι α­πει­λού­σε τις γραμ­μές ε­φο­δια­σμού των Βουλ­γά­ρων, που βρί­σκο­νταν ή­δη πά­νω στο ύ­ψω­μα 1.378. Έ­τσι, οι Βούλ­γα­ροι έ­στρε­ψαν την ε­πί­θε­ση τους στο 4ο Σύ­νταγ­μα και, α­φού το κα­θή­λω­σαν, στρά­φη­καν κα­τά του μό­νου α­γω­νι­ζό­με­νου τμή­μα­τος του Βε­λισ­σαρί­ου.
Ο α­γώ­νας εί­ναι ε­πι­κός και ό­λο το βά­ρος του πέ­φτει στα τμή­μα­τα του Βε­λισ­σαρί­ου και στο Τάγ­μα των Κρη­τών που α­κο­λου­θεί. Η 13 Ιου­λί­ου εί­ναι μί­α α­πό τις φο­νι­κό­τε­ρες μά­χες του Ελλη­νο­βουλ­γα­ρι­κού Πο­λέ­μου. Η κο­ρυ­φή του θρυ­λι­κού υ­ψώ­μα­τος 1.378 άλ­λα­ξε τρεις φο­ρές κά­το­χο. Α­ποτε­λεί δε το έν­δο­ξο τέρ­μα των α­γώ­νων. Θριαμ­βευ­τής στο τέρ­μα αυ­τό βρέ­θη­κε το τμή­μα ε­κεί­νο που α­πό ε­πι­τα­γή της μοί­ρας ή­ταν και πρω­το­πό­ρο πά­ντο­τε. Αυ­τό, ό­πως εί­δα­με, έ­σπα­σε πρώ­το τις ε­χθρι­κές γραμ­μές με την πύ­ρι­νη ρομ­φαί­α της λόγ­χης και της α­στρα­πής στο Λα­χα­νά και συ­μπα­ρέ­συ­ρε σε γε­νι­κή υ­πο­χώ­ρη­ση τους Βουλ­γά­ρους. Αυ­τό έστη­σε και στο τέρ­μα του α­γώ­να τη ση­μαί­α του θριάμ­βου πά­νω στην αν­δρο­κτό­νο κο­ρυ­φή 1.378, ως αιώ­νιο δείγ­μα θυ­σί­ας και αυ­το­θυ­σί­ας για τα ι­δα­νι­κά της πα­τρί­δας.
Γρά­φει ο κρι­τι­κός του πο­λέ­μου για τη μά­χη αυ­τή: «Ή μά­χη του 1378 ή­το α­να­ντιρ­ρήτως ή σκλη­ρό­τε­ρα και αι­μα­τη­ρό­τε­ρα α­πό ό­λας τας μά­χας α­πό ό­σας συ­νή­ψεν ό Ελλη­νι­κός Στρα­τός κα­τά τους δύ­ο Βαλ­κα­νι­κούς Πο­λέ­μους».
Α­πό πα­ρά­δο­ξη ε­πι­τα­γή της μοί­ρας, στην τε­λευ­ταί­α αυ­τή μά­χη βρέ­θη­καν α­ντιμέ­τω­πα, το η­ρω­ι­κό­τε­ρο σώ­μα του Ελ­λη­νι­κού Στρα­τού και το ε­κλε­κτό­τε­ρο του Βουλ­γα­ρι­κού:
Πολ­λές φο­ρές το ύ­ψω­μα αυ­τό στις κρί­σι­μες φά­σεις του αι­μα­τη­ρού α­γώ­να άλ­λαξε κά­το­χο. Τε­λι­κά πα­ρέ­μει­νε στα χέ­ρια των ευ­ζώ­νων του Βε­λισ­σα­ρί­ου, α­φού πά­νω στο ύ­ψω­μα αυ­τό α­πό τους χί­λιους άν­δρες του Τάγ­μα­τος έ­μει­ναν ζω­ντα­νοί μό­νο 275 και έ­νας α­ξιω­μα­τι­κός και α­πό αυ­τούς οι 200 τραυ­μα­τί­ες.
Τε­λι­κά και οι Βούλ­γα­ροι έ­πα­θαν τρο­μα­κτι­κές α­πώ­λειες με α­πο­τέ­λε­σμα να εγκα­τα­λεί­ψουν το 1.378, ό­που τε­λι­κά στή­θη­κε η ελ­λη­νι­κή ση­μαί­α στις 15 Ιου­λί­ου 1913.
Με την τε­λι­κή κα­τά­λη­ψη του υ­ψώ­μα­τος 1.378 που βρί­σκε­ται σε ευ­θεί­α γραμ­μή 20 χλμ. α­πό τη Σό­φια, οι Βούλ­γα­ροι α­να­γκά­στη­καν να υ­πο­γρά­ψουν τη συν­θή­κη του Βου­κου­ρε­στί­ου. Αν ο Βελισ­σα­ρί­ου με την πο­λυάν­θρω­πη θυ­σί­α του δεν πο­λε­μού­σε και δε θυ­σια­ζό­ταν, ο πό­λε­μος στη θέ­ση αυτή θα έ­παιρ­νε δυ­σά­ρε­στη τρο­πή και οι Βούλ­γα­ροι, νι­κη­τές στο ση­μεί­ο αυ­τό, θα υ­πα­γό­ρευαν την υ­πο­γρα­φή της συν­θή­κης με δια­φο­ρε­τι­κές προ­ϋ­πο­θέ­σεις και ευ­νο­ϊ­κό­τε­ρους γι'αυ­τούς ό­ρους.
Ο Βε­λισ­σα­ρί­ου πέ­θα­νε η­ρω­ι­κά με τη φρά­ση: «Στη Σό­φια»! Και προς αυ­τήν πλη­σία­σε! Πώς, ό­μως, φο­νεύ­θη­κε και ποιες οι τε­λευ­ταί­ες στιγ­μές του; Θ'α­φή­σου­με να α­πα­ντή­σει ο για­τρός του Τάγ­μα­τος, ο α­εί­μνη­στος Μπού­κου­ρας, ο ο­ποί­ος α­πό την αρ­χή του πο­λέ­μου βρι­σκό­ταν στο Τάγ­μα του Βε­λισ­σα­ρί­ου και διέ­σω­σε πολλά λε­πτο­με­ρεια­κά στοι­χεί­α μέ­σα α­πό τις 600 σε­λί­δες του α­νέκ­δο­του προ­σω­πικού του η­με­ρο­λο­γί­ου, που εί­χε την κα­λο­σύ­νη να μου πα­ρα­χω­ρή­σει: «Ε­ξη­μέ­ρω­σε θο­λή και α­γρί­α ή ή­με­ρα, πιο μαύ­ρη α­πό την νύ­κτα, σύν­νε­φα κα­τα­μέ­λα­να εις μεγά­λους ό­γκους κυ­λί­ο­νται προς την Ρο­δό­πην. Ου­δέν με­τήλ­λα­ξεν. Την σκο­τει­νιά της νυ­κτός δια­δέ­χε­ται ή μαυ­ρί­λα της η­μέ­ρας. Στη σκο­τει­νιά ε­κεί­νης μεσ' το διά­στη­μα δύ­ο α­στρα­πών, μιας του ου­ρα­νού και μιας ε­νός κα­νο­νιού έ­φυ­γε ο Κολο­κο­τρώ­νης. Στή μαυ­ρί­λα του αί­μα­τος που έ­χυ­σε η σκο­τει­νια­σμέ­νη η­μέ­ρα ε­πνί­γη το άλ­λο ό­νο­μα που εδό­ξα­σε τό­σον την πα­τρί­δα χω­ρίς και δι' αυ­τό να α­πο­θά­νη, ευρισκό­με­νος α­κό­μη ε­κεί με διεύ­θυν­σιν προς την Γρά­δο­βαν ε­πί των δυ­τι­κών πο­ρειών του υ­ψώ­μα­τος 1378. Κα­τέ­χο­μεν α­κό­μα τας θέσεις που με τό­σον αί­μα διε­τη­ρή­σα­μεν αφ' ε­σπέ­ρας. Α­κό­μη ε­κεί δί­πλα μας ε­κοί­το­ντο τα πτώ­μα­τα των φο­νευ­θέ­ντων. Δε­ξιά και ε­πά­νω μό­λις διε­κρί­νε­το το ύ­ψω­μα και αι δυ­τι­καί πλευ­ραί κα­θι­σμέ­ναι και ε­κεί­ναι με το αί­μα που ε­χύ­θη στο διά­στη­μα των πέ­ντε νυ­κτε­ρι­νών ε­φό­δων της προ­η­γου­μέ­νης. Κά­τω και α­ρι­στε­ρά ή­πλουντο σαν ο­γκώ­δεις α­νοιγ­μέ­νοι δά­κτυ­λοι ε­πι­μή­κεις α­νώ­μα­λοι γή­ι­νοι ρα­βδώ­σεις αρ­χό­με­νοι χίλια μέ­τρα α­ρι­στε­ρά της κο­ρυ­φής α­πό των θέ­σε­ων μας. Το 8ον καί 9ον ευ­ζω­νι­κόν ε­τή­ρουν τας προ­φυ­λα­κάς με ό­ψιν προς το ύ­ψω­μα. Πε­ντή­κο­ντα μέ­τρα δε­ξιώ­τε­ρον και όπισθεν άλ­λης συ­στά­δος ο λό­χος του Κα­ζα­νά ε­ξη­πλω­μέ­νος ως μό­νη ε­φε­δρεί­α. Ά­νω­θεν των δέν­δρων έ­νας τά­φος α­νοιγμέ­νος και πλαγί­ως έ­νας νε­κρός της προ­η­γου­μέ­νης. Ο νε­κρός του Κο­λο­κο­τρώ­νη εί­ναι κα­τά­στι­κτος εκ των βο­λί­δων. Πριν ει­σέ­τι το φως της νέ­ας η­μέ­ρας αρ­χί­ση τον προ­πέ­μπουν ο Συ­νταγ­μα­τάρ­χης, ο Βελισ-σα­ρί­ου, ο Βα­σι­λού­κης και δύ­ο τρεις αξιω­μα­τι­κοί των. «Στο κα­λό φί­λε μου!» δα­κρύ­ζει ο Συ­νταγ­μα­τάρ­χης, «Στο κα­λό Κο­λο­κο­τρώ­νη και κα­λήν α­ντά­μω­σιν σε λί­γο!» α­κού­γε­ται κά­πως πέν­θι­μα η φω­νή του Ταγ­μα­τάρ­χου Β'. Τον ε­πι­πλήτ­τει γλυ­κέ­ως ο άλ­λος. Γύ­ρω οι ά­δειες κάσ­σες των φυ­σιγ­γί­ων ο­μι­λούν δια τη μά­χη της προ­η­γουμέ­νης, τους νε­κρούς των, τους τραυ­μα­τί­ας. Ο Πα­πα­δό­που­λος σκε­πτι­κός, ο Βε­λισ­σα­ρί­ου σο­βα­ρός, ο Τυ­ρο­γιάν­νης ο γεν­ναί­ος υ­πο­λο­χα­γός α­στεί­ος, ε­πέ­ρα­σεν ως έ­να τέ­ταρ­τον σι­γής και άρ­χισαν και πά­λιν οι ο­βί­δες να θραύ­ω­νται πλη­σιέ­στε­ρον. Σαν ανήσυχος και πε­ρί­ερ­γος ο Βε­λισ­σα­ρί­ου ε­σηκώ­θη έ­κα­νε τρί­α βή­μα­τα δεξιά, τρί­α α­ρι­στερά. Αι ο­βί­δες έ­σκα­σαν γύ­ρω του πυ­κνά. «Για­τρέ, εί­πε, να δί­ω­ξης τους τραυ­μα­τίες». Έ­πει­τα κά­πως α­πό­το­μα έστρε­ψε το κε­φάλι προς τα ο­πί­σω και α­πο­τει­νό­με­νος προς τους σαλ­πι­γκτάς εί­πε: «Τί η­μέ­ρα έχο­μεν;» «Δέ­κα τρεις του μη­νός» είπε εις των σαλ­πι­γκτών, ε­νώ ο Τυ­ρο­γιάν­νης κλεί­ον τον έ­να οφθαλ­μόν έ­σπευ­σεν να διορ­θώ­ση «δώ­δε­κα» ο δε Βε­λισ­σα­ρί­ου αφη­ρη­μέ­νος ως προ­σε­χών άλ­λου ε­δέ­χθη χω­ρίς α­ντίρ­ρη­σιν. «Ναι δώ­δε­κα». Πό­σον διέ­ψευ­σε και των δύ­ο τους λό­γους η μοί­ρα!
Για τον Βε­λισ­σα­ρί­ου η ο­βίς ο­μί­λη­σε ως πε­ρί δε­κά­της τρί­της του μη­νός δια να διά­ψευ­ση την η­με­ρο­μη­νί­αν του Τυ­ρο­γιάν­νη. Δε­κά­τη τρί­τη δια τον Τυ­ρο­γιάννην ή­το η ε­πο­μέ­νη που εύ­ρε ε­κεί­νος τον θά­να­τον, χω­ρίς κα­νείς εκ των δύ­ο να εί­ναι προ­λη­πτι­κός. Την ε­νά­την ώ­ραν της 13 Ιου­λί­ου ευ­ρι­σκό­με­θα εν πλή­ρει μάχη. Το Βουλ­γα­ρι­κόν πυ­ρο­βο­λι­κόν έ­στει­λε α­κα­τά­παυ­τα τα βλή­μα­τα του εις τας προ­φυ­λα­κάς μας. Τα πο­λυ­βό­λα του ήλ­θαν να συ­νο­δεύσουν με τον α­παί­σιον ή­χον των. Τα πρώ­τα αί­μα­τα ε­χύ­θη­σαν ήδη. Ό­λαι αι έ­φο­δοι ό­μως των συ­νε­χώς ε­νι­σχυο­μέ­νων Βουλ­γά­ρων εθραύ­ο­ντο εις το α­πόρ­θη­τον τεί­χος των ευζώ­νων του Βε­λισ­σαρίου. Εις την χά­λα­ζαν των σφαι­ρών των πο­λυ­βό­λων και των οβίδων του ε­χθρού την εν­δε­κά­την ώ­ραν 60 ε­κτός μά­χης. Ια­τρός, νοσο­κό­μοι διε­κό­μι­ζον τους ζώ­ντας τραυ­μα­τί­ας εις τα με­τώ­πισθεν. Αι τά­ξεις των γεν­ναί­ων η­ραιώ­νο­ντο, αυ­τός ά­κα­μπτος, με­γα­λο­πρε­πής, όρθιος ο­δή­γη τους ή­ρω­ας του προς τον θά­να­το μη υ­πο­χω­ρών. Όρ­θιος ε­ξώρ­μα με το μα­στί­γιον εις τας χεί­ρας και ή­το με­γα­λο­πρε­πής και α­γρί­ως ω­ραί­ος. Δεν είναι δυ­να­τόν να μι­μη­θεί κα­νείς τον τό­νον και α­δύ­να­τον να πα­ρα­στή­σει την επί­δρα­σιν. Η φω­νή του η­λέ­κτρι­ζε και έ­κα­μνε τον θά­να­τον γλυ­κύν. Το α­να­λογίζο­μαι α­κό­μη με­τά του ι­δί­ου ρί­γους και συγκι­νή­σε­ως που πά­ντο­τε ε­δο­κί­μα­σα. Οι δια­κό­σιοι πε­ντή­κο­ντα ε­να­πο­μεί­να­ντες γύ­ρω του, α­πό το η­ρω­ι­κό του τάγ­μα, ε­χρειά­ζο­ντο εν­θάρ­ρυν­σιν και έ­δι­δε το πα­ρά­δειγ­μα, ε­κτε­θει­μέ­νος ε­ντε­λώς α­κά­λυ­πτος εις το ε­πα­ναληφθέν πυρ του ε­χθρού, το ό­ποιον τώ­ρα, ό­τε αι θέ­σεις ε­γέ­νο­ντο κα­τα­φα­νείς, ε­πήρ­χε­το α­κρά­τη­τον και έ­πι­πταν διαρ­κώς αι ο­βί­δες, και ε­τραυ­μα­τί­ζο­ντο ευ­χα­ρι­στη­μέ­νοι ί­σως τώ­ρα υ­πό τα όμ­μα­τα του αρχη­γού των. Αι τά­ξεις των αν­δρών του α­ραιώ­νο­νται ε­πι­κιν­δύνως. Αλ­λ' ι­δού μί­α δύ­ο ο­βί­δες, η μί­α κα­τό­πιν της άλ­λης έ­σπασαν υ­πε­ρά­νω της κε­φα­λής του μέ­νει ό­μως α­κλό­νη­τος. Ου­δέ κα­τά βήμα με­τήλ­λα­ξε θέ­σιν. Τρί­τη, μη διαρ­ρα­γείσα, μεθ' ορ­μής ει­σέ­δυ­σε έ­μπρο­σθεν του βα­θύ­τα­τα α­να­τι­νά­ξα­σα ο­λό­κλη­ρα τμή­ματα πη­λού και κο­νιορ­τού συγ­χρό­νως, ό­στις τον κα­τε­κά­λυ­ψε. Ο Η­λιού εν νεφέ­λαις δεν θα ή­το πε­ρισ­σό­τε­ρον α­τά­ρα­χος! Α­νέ­με­νε έ­ως ου κα­τέ­πε­σε ο κο­νιορ­τός και τώ­ρα γα­λή­νιος α­πε­τά­θη προς τους στρα­τιώ­τας. «Α­ϊ! Τί τους φο­βεί­σθε, α­νά­θε­μα τους αν ξέ­ρουν να σκο­πεύ­ουν. Να μό­νον λά­σπη και σκό­νη με γέ­μι­σαν». Ο Κα­ζα­νάς όρ­θιος δια νευ­μά­των μου υ­πεδεί­κνυε το ε­πι­κίν­δυ­νον της θέ­σε­ως του μη τολ­μών να πα­ρα­τή­ρη­ση τι. Αλ­λά και τις ε­τόλ­μα να συ­στήση α­πο­μά­κρυν­σιν. Ο α­είπο­τε α­ψη­φή­σας τον θά­να­τον να α­πομακρυν­θή του κιν­δύ­νου προ των ομ­μά­των των δε­κα­τι­ζο­μέ-νων ανδρών του; Προ του Ι­δί­ου του ε­γω­ϊ­σμού που τον ή­θε­λε α­νώ­τε­ρον της φή­μης του και των κα­τορ­θω­μά­των του, θα ή­το α­στεί­ον και να δο­κι­μά­ση κανείς. Θα ε­δέ­χε­το κα­νέ­να α­πό ε­κεί­να τα αυ­στη­ρά και πε­ρι­φρο­νη­τι­κά βλέμ­μα­τα που πολ­λών φι­λο­τι­μί­ας πα­ρα­καί­ρως έτα­πεί­νω­σαν.
Νέ­ος κρό­τος και μί­α συγ­χρό­νως φω­νή με ε­τί­να­ξεν και έ­στρε­ψα την κε­φα­λήν. Ο Ταγ­μα­τάρ­χης ε­κυ­λί­ε­το εις την κλι­τήν. Έ­πε­σεν ε­κεί­νος με τας λέ­ξεις: «Α! Καζα­νά, έ­πε­σα». Δια­τη­ρώ στην ψυ­χή μου το πα­ρά­πο­νόν μου και κά­ποιαν μνη­σι­κα­κίαν κα­τά του Κα­ζα­νά δια την προ­τί­μη­σιν (!). Ο Ταγ­μα­τάρ­χης μου, ό­στις με περιέ­βαλ­λε με τό­σα δείγ­μα­τα ε­κτι­μή­σε­ως, την στιγ­μήν που μό­νον ε­μού ί­σως εί­χε α­νά­γκη την συν­δρο­μήν να ζή­τη­ση, α­ντί να στρα­φεί προς ε­μέ α­πε­τάν­θη προς τον λο­χα­γόν του. Αλ­λά τί η­μήν ε­γώ εν σχέ­σει προς τον ή­ρω­α λο­χα­γόν του 4ου λό­χου, που ε­χά­νε­το διώ­κων και κα­τα­κε­ραυ­νών τον ε­χθρόν εις πάν πα­ράγ­γελ­μα; Ό­λοι οι ά­ξιοι κο­ντά του κα­τεί­χον θέ­σιν και οι ε­κλε­κτό­τε­ροι ή­σαν οι φίλοι του. Ποιος θα εί­χε το δι­καί­ω­μα να τε­θή προ του Κα­ζα­νά εις την χο­ρεί­αν των συ­μπο­λε­μιστών του; Έ­στρε­ψα κλαί­ων α­συ­ναισθή­τως δια πρώ­την ί­σως φο­ράν εις την ζω­ήν μου, πριν ει­σέ­τι άλ­λος κι­νη­θή. «Ω τα εί­δα­τε Ταγ­μα­τάρ­χα μου! Να! ό­λο ε­κτε­θει­μέ­νος. Τώ­ρα τί θα γί­νω­μεν ε­μείς;» αυ­στη­ρός και κά­πως α­νη­λε­ής προς ε­μέ, εις τον πό­νον μου αλ­λ' εις την έν­νοιαν των λέ­ξε­ων απο­κρι­νό­με­νος την στιγ­μήν που η­μι­λυ­πόθυ­μος έ­πι­πτεν εις την αγκά­λην μου, α­μεί­λικτα και σι­γά-σι­γά δια­κο­πτό­με­νος α­πε­κρί­θη: «Έ­χε­τε ό­πλα. Ε­άν έ­χε­τε και μυαλό δεν υ­πάρ­χει κα­νείς κίν­δυνος».
Στο πρό­σω­πο μου ε­κε­ραύ­νου ό­λας τας α­να­ξιό­τη­τας αυ­τός που ή­ξευ­ρε ό­τι για το τάγ­μα του αυ­τός ή­το η νί­κη, η α­σφά­λεια και ου­χί τα εις χεί­ρας ό­λων ό­πλα. Τον έ­συ­ρα με­τά κό­που βα­ρύν προς τα δέν­δρα. Ο Πα­πα­κων­στα­ντί­νου, οι σαλ­πι­γκταί του με έ­βο­ή­θη­σαν. Δι­ή­νοι­ξα τα ρού­χα του. Μια πλη­γή ά­νευ ε­ξό­δου κά­τω­θεν της δε­ξιάς κλει­δός έ­χυ­νεν αι­μορ­ρο­ού­σα η­πί­ως. Η βο­λίς εί­χε εισ­δύ­σει εις τον πνεύ­μο­να. Του προ­σε­φέ­ρα­μεν πά­σαν βο­ή­θειαν. Δις εις ε­λά­χι­στον χρό­νον είχε λι­πο­θυ­μή­σει και δις συ­νήλ­θε. Ισχυ­ρά δύσπνοια ο­μί­λη προ­φα­νώς πε­ρί ε­σω­τε­ρι­κής αι­μορ­ρα­γί­ας. Α­νή­συ­χος διαρ­κώς ο νους του ε­στρέ­φε­το α­κό­μη προς την μά­χην, ε­νώ με πρό­χει­ρον φο­ρεί­ον τον α­πεμα­κρύ­να­μεν απ' αυ­τήν. Με την πρώ­την α­πο­μά­κρυν­σίν μας οι άν­δρες του λό­χου μένε­α πνέ­ο­ντες ήρ­χι­σαν πυ­ρά ο­μα­δόν. Α­ντε­τάσ­σο­ντο προς τον ε­περ­χό­με­νον θάνα­τον πι­στεύ­ο­ντες ό­τι ού­τω θα ε­ξε­δι­κούντο. Ου­δε­μί­α δύ­να­μις ηδύ­να­το να τους συ­γκρά­τη­ση. Ό­λοι ε­ζή­τη­σαν τον θά­να­τον. Ποια δύ­να­μις ε­χθρι­κή ή­το ι­κα­νή να α­ντιμε­τώ­πι­ση τους συ­ντρό­φους του Βε­λισ­σα­ρί­ου; Τί ή­το η ζω­ή ά­νευ του η­ρω­ός των; Όπι­σθεν μιας προ­ε­ξο­χής του ε­δά­φους ε­στα­μα­τή­σα­μεν. Ε­φαί­νε­το ω­χρός και ολί­γον ή­συ­χος, πα­ρε­πο­νεί­το ό­μως ό­τι τα χέρια του κου­ρά­ζο­νται. «Δεν εί­ναι τί­πο­τε» εί­πα, μου α­πά­ντη­σε: «Δεν εί­ναι άλ­λως τε γραφτό να κου­ρα­σθούν αυ­τά τα χέ­ρια... Για­τρέ! πο­λύ φο­βού­μαι πως δεν θα ξα­να­ϋ­πη­ρε­τή­σω την Πα­τρί­δα. Μό­νον ε­κεί­νη δεν κου­ρά­ζει τον θέ­λο­ντα να την υ­πη­ρέ­τη­ση». Έ­νας σύν­δε­σμος περ­νά βια­στικός ζη­τώ­ντας τον Ταγ­μα­τάρ­χην. Πριν λά­βει α­πά­ντη­σιν δια­κρί­νει τον μαν­δύ­αν του. «Α τραυ­μα­τι­σμέ­νος δυ­στυ­χί­α μας!» Πή­γαι­νε λε­βέ­ντη μου ε­πά­νω. «Εί­ναι άλ­λος Διοι­κη­τής τώ­ρα, λέ­γει. Μη φοβά­σαι ό­μως. Να ξε­κου­ρα­σθώ λι­γά­κι και το βρά­δυ θα εί­μαι πά­λι κο­ντά σας». Ω μί­λη­σε πο­λύ και νέ­α δύ­σπνοια με α­νη­συ­χί­αν. Ένας βή­χας έ­φε­ρε λι­πο­θυ­μί­αν. Συ­νήλ­θε και πά­λιν. «Πώς πά­νε τα παι­διά πά­νω, ρω­τά». Μεί­νε­τε ή­συ­χος θα σας εκ­δι­κη­θούν ε­κείνοι». «Ω το πι­στεύ­ω θα νι­κή­ση­τε, θα φθά­σε­τε στη Σό­φια. Τί κρίμα να μην εί­μαι και ε­γώ κο­ντά σας ό­πως και στα Γιάν­νε­να!». Ημιέ­κλει­σε τα μά­τια του. Εκκι­νή­σα­μεν εκ νέ­ου. Ε­κεί­νος κα­θή­με­νος ε­πί του φο­ρεί­ου εί­χε τας χεί­ρας του υ­ψη­λά και με πε­ριέ­βα­λε δια της δε­ξιάς «Α! Να έ­τσι εί­ναι κα­λά, μπρά­βο σαλ­πι­γκταί μου, αλ­λά που εί­ναι ο Βλά­χος;»... «Α! ξέ­χα­σα Για­τρέ στο στό­μα ή­ταν τραυμα­τι­σμέ­νος». «Ναι αλ­λά μην ο­μι­λεί­τε σας κά­μνει κα­κό» «Α για­τρέ ευ­ρή­κες τη δύ­να­μη σου, σ' α­κού­ω, να που ήλ­θε και η α­ρά­δα σου να διά­τα­ξης. Σ' α­κού­ω, ό­πως και συ τό­σον και­ρό». Αίφ­νης ω­χρία­σε μέ­χρι λι­πο­θυ­μί­ας. Ε­φά­νη να συ­νέρ­χε­ται. Τα χεί­λη του ε­ψιθύρι­σαν. «Ναι! Στη Σό­φια. Στη Σό­φια, ό­πως εί­πα­με. Το τε­λευ­ταί­ο τα­ξί­δι δεν φαί­νε­ται να εί­ναι... το πιο τυ­χε­ρό!». Εκ­κι­νή­σα­μεν εκ νέ­ου ό­πως πριν. Η πλη­γή αι­μορ­ρο­ού­σε, ο­λί­γον α­κουμ­βού­σε ε­πί του στή­θους μου και αι­μα­τωμέ­νος ο ε­πί­δε­σμος έ­βρε­χε την χλαίνην, την ο­ποί­αν δια­τη­ρώ αι­μα­τω­μέ­νην. Η ω­χρό­της ε­πε­χύ­θη ε­πί του προ­σώ­που του. Τον ενό­μι­σαν νε­κρόν και ό­πως κα­τε­βί­βα­σα το χέ­ρι του α­πό τον ώ­μον μου δια να τον κα­τα­κλί­νω έ­θε­σα σ' αυτό έ­να κρυ­φό φί­λη­μα. Ή­νοι­ξε ό­μως τα μά­τια του και ως αι­σθανθείς την θέ­σιν του κοι­τά­ζο­ντάς με κα­τά­μα­τα με η­ρώ­τη­σε με έ­σβεσμέ­νη την φω­νή «Τί εί­ναι Για­τρέ. Το νε­κρο­φί­λη­μα;». Ε­κοκ­κίνη­σα, έ­σπευ­σα να δι­καιο­λο­γη­θώ κά­πως παι­διά­στι­κα. «Ό­χι, αλ­λά ξεύρετε πρέ­πει να γυ­ρί­σω πί­σω στο τάγ­μα μας. Να ε­δώ εί­ναι ο Γιατρός του Συ­ντάγ­μα­τος. Θα φρο­ντί­ση καλ­λί­τε­ρα ε­κεί­νος». «Κα­λά έ­χεις δί­καιο. Ε­ξέ­χα­σα ό­τι δεν έ­χω κα­νένα δι­καί­ω­μα να σε κρατήσω πλέ­ον. Α­νή­κεις στο τάγ­μα. Πή­γαι­νε για­τρέ μου τώ­ρα σε ευ­χα­ρι­στώ». Σε λί­γο ήρ­θε ο Συ­νταγ­ματάρ­χης σύ­νο­φρυς. Του πα­ρέ­δω­σα, τας διό­πτρας του και το πε­ρί­στρο­φόν του. Έ­φυγα ρί­πτων έ­να τε­λευ­ταί­ον βλέμ­μα χω­ρίς να έ­χω το θάρ­ρος να του ευ­χη­θώ κα­λήν α­ντά­μω­σιν. Θα ή­το το μό­νον ψέ­μα αφ' ό­του υ­πη­ρέ­τη­σα υπό τας δια­τα­γάς του. Τρεις ώ­ρας αρ­γό­τε­ρον ο υ­ψι­πέ­της α­ναβάτης του Δε­μίρ Κά­που κα­τήρ­χε­το προς τον θά­να­τον. Την θλι­βε­ράν εί­δη­σιν έ­φε­ρεν εις το τάγ­μα εις των Σαλ­πι­γκτών. Ε­ξεψύ­χη­σεν με τας λέ­ξεις που και πριν εί­χεν ει­πεί: «Και ό­πως εί­πα­με παι­διά μου. Στη Σό­φια, στην Πό­λι. Χα­ρί­κλεια... Χα­ρί­κλεια!» (Γρά­δε­βον, 20 Ιου­λί­ου 1913 Κ. Μπούκου­ρας Ια­τρός Τάγ­μα­τος).
Τι κρί­μα να μην εί­μαι ό­πως στα Γιάν­νε­να! Αυ­τές εί­ναι οι τε­λευ­ταί­ες στιγ­μές του ή­ρω­α μας. Ο θά­να­τος του σαν κε­ραυ­νός τους τρύ­πη­σε ό­λους, αλ­λά και ταυτό­χρο­να τους η­λέ­κτρι­σε ά­ναυ­δους μπρος στο με­γα­λεί­ο της μορ­φής του. Θά­νατος που δεν απελ­πί­ζει, που δεν α­πο­γο­η­τεύ­ει, αλ­λά που ε­μπνέ­ει και γε­μί­ζει περη­φά­νια. Ο Βα­σι­λιάς τό­τε μό­λις πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε το θά­να­το του εί­πε:
«Τοιού­τοι ή­ρω­ες δεν ζουν πο­λύ, δεν εί­ναι δυ­να­τόν να ζή­σουν πο­λύ. Αυ­τός είναι ο ζη­λευ­τός, ο πλέ­ον ζη­λευ­τός θά­να­τος. Δεν χρειά­ζο­νται συλ­λυ­πη­τή­ρια. Φέρτε μου χαρ­τί να συγ­χα­ρώ την γυ­ναί­κα του». «Χαι­ρε­τί­ζω τον Ή­ρω­α των Η­ρώ­ων. Κων­στα­ντί­νος - Βα­σι­λεύς των Ελ­λή­νων».
Την ε­πο­μέ­νη, στον Ο­γνιάρ μα­χα­λά α­νοί­χτη­κε έ­νας τά­φος δί­πλα στον τά­φο του Κο­λο­κο­τρώ­νη, που εί­χε θα­φτεί ε­κεί την προ­η­γου­μέ­νη. Γύ­ρω α­πό τον τά­φο λί­γοι συ­μπο­λε­μι­στές του, για­τί οι άλ­λοι μά­χο­νται. Ο Συ­νταγ­μα­τάρ­χης του α­πα­ρηγό­ρη­τος θρη­νεί τον α­σύ­γκρι­το. Ο στρα­τιω­τι­κός ιε­ρέ­ας ψάλ­λει τη νε­κρώ­σι­μη α­κο­λου­θί­α. Ο Συ­νταγ­μα­τάρ­χης χαι­ρε­τά, ο δη­μο­σιο­γρά­φος Καρ­βούνης μί­λη­σε για λί­γο: «Ε­μπρός και πά­ντο­τε ε­μπρός ή­ταν το σύμβο­λο σου. Ό­σαι μά­χαι και τό­σα στε­φά­νια νί­κης, το α­πόρ­θη­το Σαρα­ντά­πο­ρο, οι ο­ξείς βρά­χοι της Α­ε­το­ρά­χης, τα θρυ­λι­κά Γιάν­νε­να, το αν­δρο­κτό­νο Κλέ­πε, ή Λι­γκο­βά­νη, τα βα­θειά χα­ρα­κώ­μα­τα του Λα­χα­νά, τα χα­λύ­βδι­να στε­νά του Δε­μίρ-Χι­σάρ, η μα­τω­μέ­νη και λα­βυ­ριν­θώ­δης Κρέ­σνα, τα ε­ρυ­θρά υ­ψώ­μα­τα της Τζου­μα­γιάς το 1378 ό­λα σκύ­βουν τα­πει­νά και με ευ­λά­βεια προ­σκυ­νούν την μνήμη του με­γά­λου πορ­θη­τού και θα δια­λα­λούν α­πό γε­νε­άς εις γενεάν το θριαμ­βευ­τι­κόν πέ­ρα­σμα του μαύ­ρου Κα­βαλ­λά­ρη. Πά­ντο­τε τα­χύς, ορ­μη­τι­κός σαν θύ­ελ­λα σκόρ­πιζες κε­ραυ­νούς και έ­δρε­πες δάφ­νες. Η δό­ξα, η πα­τρίς, οι Θε­οί της Ελ­λά­δος χειρο­κρο­τού­με­νοι η­κο­λού­θουν το φλο­γε­ρό άρ­μα του. Α­γέ­ρω­χος και με­γα­λο­πρε­πής στο υ­πε­ρή­φα­νο ά­τι του έ­φέ­ρε­το πτε­ρώ­πους προς την α-θα­να­σί­αν. Στον ι­λιγ­γιώ­δη δρό­μο του ε­σκόρ­πι­σε τό­σα πτώ­μα­τα ε­χθρού, που η Βουλ­γα­ρί­α με λύσ­σα θα εν­θυ­μή­ται τον φο­βε­ρό διώ­κτη της. Έν­δο­ξε και τι­μη­μέ­νε, ο α­θά­να­τος θά­να­τος σου α­κτινο­βο­λεί σαν ή­λιος σε κά­θε Ελ­λη­νική ψυ­χή. Ε­κεί ε­πά­νω στους γαλα­νούς κά­μπους των Η­λι­σί­ων η με­γά­λη πα­τρίς και η τι­μή δρέπουν ο­λο­πόρ­φυ­ρες δάφ­νες και πλέ­κουν το α­μά­ρα­ντο στε­φά­νι της δό­ξας και ραί­νουν με ο­λό­λευ­κα την σε­πτήν σκιάν σου. Τι­μη­μέ­νε, η ε­θνι­κή ευ­γνω­μο­σύ­νη α­νε­γεί­ρει μαυ­σω­λεί­α στα στή­θη των Πανελ­λή­νων και χεί­λη ε­λευ­θε­ρω­θέ­ντων σκλά­βων ψάλ­λουν το αιω­νί­α η μνή­μη».

ΧΑΡΤΗΣ ( Ογνιάρ Μαχαλά όπου είναι θαμμένος)


Η λα­ϊ­κή Μού­σα των συ­μπο­λε­μι­στών του α­φιέ­ρω­σε το πα­ρα­κά­τω τρα­γού­δι:
Εις τον "Ή­ρω­α των Η­ρώ­ων" Ιω­άν­νη Βε­λισ­σα­ρί­ου

Μοι­ρο­λο­γού­νε τα βου­νά κι' κά­μποι α­να­στε­νά­ζουν!
και οι τσο­λιά­δες τον θρη­νούν λε­βε­ντο­ταγ­μα­τάρ­χη!
Μες του πο­λέ­μου τη φω­τιά ορ­θός ε­πο­λε­μού­σε
το φό­βο δε λο­γά­ρια­ζε το χά­ρο δε ψηφού­σε.
Κλάψ­τε α­ε­τοί το σταυ­ρα­ε­τό!
κλάψ­τε το Βε­λισ­σά­ρη!
κλά­ψε και συ ευ­ζω­νι­κό
τ' α­τρό­μη­το λιο­ντά­ρι.
Τί το κα­κό που γί­νη­κε στη Τζου­μα­γιά στη ρά­χη
ο Βε­λισ­σά­ρης πέ­θα­νε κι' ο Βα­σι­λιάς τα­ρά­χθη
Ο Βλά­χος του ο σαλ­πι­γκτής
βα­ριά τραυ­μα­τι­σμέ­νος,
ό­ταν μα­θαί­νει το χα­μό
πριν ξε­ψυ­χή­σει λέ­ει:
Θα ή­θε­λα στον τά­φο σου δύ­ο λό­για να σαλ­πί­σω
να γο­νατίσω ευ­λα­βι­κά, στερ­νά να ξε­ψυ­χή­σω!
Ν' α­κού­σου­νε τα Γιάν­νε­να
κι' ο Λα­χα­νάς να μά­θη
κι' η Κύ­μη που τον γέν­νη­σε
ο Βε­λισ­σά­ρης πέ­θα­νε, ο Βε­λισ­σά­ρης χά­θη!
                               
«Η μεγαλοσύνη των λαών δε μετριέται με το στρέμμα
Με της καρδιάς το πύρωμα μετριέται και με το αίμα».
Όπως επίσης:
«Τότε πεθαίνουν οι νεκροί,
       όταν τους λησμονούνε».

         

 ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Μάχη του Μαραθώνος,11η Σεπτεμβρίου
 490 π. Χ.

Πριν από τη μάχη των Ελλήνων εναντίον των Περσών στον Μαραθώνα, ο στρατηγός των Αθηναίων Μιλτιάδης, απευθυνόμενος στους Έλληνες,  είπε:

«Εάν τους νικήσουμε αυτοί έχουν πατρίδα να επιστρέψουν,
Εάν μας νικήσουν εμείς δεν έχουμε πού αλλού να πάμε.»

Οι Έλληνες συνειδητοποίησαν τα λόγια του Ηγέτη - Στρατηγού Μιλτιάδη και έκαναν πραγματικότητα το φαινομενικά και λογικά αδύνατο. 
Κατατρόπωσαν τους Πέρσες, έσωσαν την Πατρίδα και έγραψαν μία από τις πιο λαμπρές και ένδοξες σελίδες όχι μόνο της δικής μας, αλλά και της παγκόσμιας Ιστορίας. 


Μάχη των Θερμοπυλών  480 π.Χ.
Μετά από τέσσερις μέρες αναμονής, οι Πέρσες επιτέθηκαν, αλλά οι Έλληνες αντιστάθηκαν για δύο μέρες. Την τρίτη μέρα, ο Εφιάλτης οδήγησε τους Πέρσες πίσω από τους Έλληνες. Όταν το' μαθε αυτό, ο Λεωνίδας διέταξε την υποχώρηση των περισσότερων Ελλήνων - έμεινε στο πεδίο της μάχης με 300 Σπαρτιάτες, 400 Θεσπιείς, 400 Θηβαίους και ακόμα λίγους Έλληνες. Οι Πέρσες εξόντωσαν ολόκληρη τη δύναμη που έμεινε στο πεδίο της μάχης.
Η μάχη των Θερμοπυλών αποτελεί μια από τις πιο σημαντικές μάχες στην ελληνική και στην παγκόσμια ιστορία. Είναι λαμπρό παράδειγμα αυταπάρνησης, αυτοθυσίας και υπακοής στην πατρίδα.
Aυτά τότε!

Σήμερα 100 χρόνια μετά, ο Βελισσάρης , κατά την μούσα, με τα επτακόσια του παλληκάρια «παραμαίνουν» ακόμη εντός των  Βουλγαρικών συνόρων φυλάσσοντας τις δικές τους νέες Θερμοπύλες.
Για τον κάθε Έλληνα αποτελεί τιμή η προσφορά της ζωής στην Πατρίδα, γι΄ αυτό όλοι εκείνοι που έπεσαν στα παιδία των μαχών δε ζητούν λύπηση. Δεν εκβάλλουν φωνή πονεμένης ψυχής. Θυσιάστηκαν γιατί το ήθελαν για τα ιδανικά της φυλής. Θυσιάστηκαν για του ΧΡΙΣΤΟΥ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΠΑΤΡΙΔΑΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, θεωρώντας τη θυσία τους κάλλιστον έρανον για την Πατρίδα, όπως λέει και ο Περικλής στον Επιτάφιο του.

«Το καθήκον είναι μια δύναμη, που ξυπνάει μαζί μας το πρωί και κοιμάται πάλι μαζί μας στο διάστημα της νύχτας. Είναι η σκιά, που προσκολλιέται στον εαυτόν μας και μας ακολουθεί παντού, όπου κι΄αν πάμε, μας αφήνει δε μόνο τότε όταν και εμείς αφήσουμε το φως του κόσμου» «ΓΛΑΔΣΤΩΝ»

ΑΙΩΝΙΑ ΣΟΥ Η ΜΝΗΜΗ ΒΕΛΙΣΣΑΡΗ ΜΕ ΤΟΥΣ 700 ΕΥΖΩΝΟΥΣ ΣΟΥ.
ΚΛΕΙΝΩ ΕΥΛΑΒΙΚΑ ΤΟ ΓΟΝΥ ΑΦΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ Ν΄ ΑΝΑΨΩ ΕΝΑ ΚΕΡΙ  ΚΑΙ ΝΑ ΨΑΛΩ  ΕΝΑ ΤΡΙΣΑΓΙΟ ΣΤΟΝ ΤΑΦΟ ΣΑΣ.
         
                                                Κιλκίς, 13 Ιουλίου 2013

                                            Ανχης ε.α. Μαυρογόνατος Ευάγγελος




Copyright © 2014 ΑΠΟΣΤΡΑΤΟΣ ΚΙΛΚΙΣ | Designed With By Blogger Templates | Distributed By Gooyaabi Templates
Scroll To Top